Αισιόδοξος για την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας εμφανίστηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Αναφερόμενος στους αναπτυξιακούς ρυθμούς, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «η ελληνική οικονομία ενίσχυσε την αναπτυξιακή δυναμική της την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι, παρά τους αδύναμους ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα κινηθεί με ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από 2% το 2019 και γύρω στο 2,5% το 2020. Εκτιμά, επίσης, ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020».
Σχετικά με την ΤτΕ, ο ίδιος επεσήμανε πως «για την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2019 ήταν μια χρονιά θετικών εξελίξεων. Η Τράπεζα ενισχύθηκε με την πρόσληψη 94 υπαλλήλων και στο επόμενο χρονικό διάστημα ολοκληρώνεται η διαγωνιστική διαδικασία για την πλήρωση 60 θέσεων προσωπικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέσω ΑΣΕΠ. Παράλληλα, έχει εγκριθεί η περαιτέρω ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της».
Ακόμα, έκανε μνεία στις πολιτικές του οργανισμού για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, υπογραμμίζοντας ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος συνέχισε να είναι πρωτοπόρος στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Το 2019 η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε μέλος του NGFS, δηλαδή του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα και δήλωσε ότι στηρίζει τις Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής των Ηνωμένων Εθνών».
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, ο επιφανής οικονομολόγος σημείωσε τα εξής: «Στον τραπεζικό τομέα βελτιώθηκε η κερδοφορία των τραπεζών, ενώ και η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα. Υποχώρησαν, επίσης, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ θετική εξέλιξη αποτελεί η εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής. Σε δεύτερο στάδιο, το σχέδιο αυτό θα πρέπει να συμπληρωθεί και με άλλα μέτρα και σχήματα, όπως αυτό που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες της ΤτΕ, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Πολύ σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό θα διαδραματίσει, επίσης, η πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο για την αφερεγγυότητα και την πτώχευση.
Τέλος, κλείνοντας την αναφορά του, εξέφρασε την αισιοδοξία του για την πορεία της ελληνικής οικονομία, λέγοντας σχετικά: «Είμαι αισιόδοξος ότι η Ελλάδα, παρά τις ενίοτε σοβαρές αστοχίες και οπισθοδρομήσεις στην οικονομική πολιτική της προηγούμενης δεκαετίας, αφού επιβίωσε από μια οξεία και μακρά οικονομική κρίση για άλλη μία φορά στην ιστορία της, και μάλιστα σε πείσμα των σχεδόν ομόφωνα τότε απαισιόδοξων προβλέψεων, έχει τώρα μια μεγάλη ευκαιρία, κυρίως διδασκόμενη από τα λάθη της, να γεφυρώσει την απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους και τους ανταγωνιστές της, όσον αφορά τους θεσμούς, τις επενδύσεις, ιδιαίτερα τις επενδύσεις στη γνώση, και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, και να επιτύχει ταχεία πραγματική σύγκλιση. Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, που οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, μετά από μια επίπονη μακροχρόνια οικονομική κρίση, την ευνοούν».