Σε αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Standrard & Poor’s.
Πιο αναλυτικά, ο S&P ανέβασε την βαθμίδα της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank σε “B+” από “B” και της Τράπεζας Πειραιώς σε “B” από “B-“.
Υπενθυμίζεται ότι ο S&P αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας πριν από λίγες ημέρες εξαιτίας της δέσμευσης της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή η πολιτική προβλέπεται να ενισχύσει τις επιχειρηματικές προοπτικές, την προσφορά πίστωσης και τη ζήτηση στην Ελλάδα, αυξάνοντας την διάθεση των επενδυτών για αγορά προβληματικών περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών τραπεζικών ιδρυμάτων.
Βελτίωση της χρηματοδότησης
Αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, η S&P επισημαίνει ότι η αύξηση των εγχώριων καταθέσεων, η συνεχιζόμενη εκκαθάριση των ισολογισμών και οι νομισματικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη χρηματοδότηση TLTRO της ΕΚΤ, βελτιώνουν τις μετρήσεις χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα, τονίζεται πως “η ποιότητα κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, λόγω του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης φορολογίας DTC στις κεφαλαιακές τους βάσεις, ενώ παραγωγική τους ικανότητα περιορίζει την κεφαλαιοποίηση”.
Ωστόσο, τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησής τους.
Κόκκινα δάνεια
Σχετικά με τα κόκκινα δάνεια, ο οίκος αξιολόγησης δηλώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά περισσότερο από 30 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια, με το πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.
Ταυτόχρονα, η συνέχιση των πωλήσεων κόκκινων δανείων προβλέπεται να βελτιώσει έτι περαιτέρω την κατάσταση.
Αναφερόμενος στο ζήτημα των καταθέσεων, ο S&P υπογραμμίζει ότι διαπιστώνεται άνοδος που υπερβαίνει τα 21 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 2020 το σύνολο των καταθέσεων έφτασαν τα 173,7 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια χρονιά ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις το 2020 βελτιώθηκε στο 90% από 103% το 2019.
Κατόπιν, το έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ θα συνεχίσει να αμβλύνει τις συνέπειες της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον S&P, η απόφαση της ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο TLTRO αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Επιπλέον, η ΕΚΤ αποδέχεται τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ως εγγύηση στις πράξεις επαναγοράς της, ενισχύοντας περαιτέρω την στήριξη της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Σημειώνεται ότι ο δανεισμός των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών μέσω του προγράμματος υπερέβη τα 40 δισ. ευρώ στα τέλη Μαρτίου του 2021.
Οι επόμενες προκλήσεις
Η έκθεση της S&P αναφέρεται στις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες.
Ένα βασικό ζήτημα είναι η αποκατάσταση της κερδοφορίας και τα αδύναμα κεφάλαιά τους, με την κερδοφορία να αποτελεί ένα στοίχημα για το οποίο απαιτείται σημαντική προσπάθεια. Ακόμα και η μείωση του αριθμού των καταστημάτων και του προσωπικού, δεν αρκεί για την γρήγορη αντιστροφή της κατάστασης.
Τέλος, η πανδημία δημιουργεί αβεβαιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάκαμψη των υπηρεσιών και του τουρισμού.