Δύο σενάρια για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2020 κάνει ο ΙΟΒΕ.
Οι εκτιμήσεις έγιναν υπό τον Γενικό Διευθυντή του οργανισμού, κ. Νίκο Βέττα, οι οποίες, αρχικά, παρουσιάζουν τα δύο ενδεχόμενα για την ύφεση. Κατόπιν, γίνεται αναφορά στα δημόσια οικονομικά επί κορωνοϊού αλλά και μετά το πέρας της πανδημίας.
Τα σενάρια
Αρχικά, το βασικό σενάριο προβλέπει ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας θα ανέλθει στο 5%. Αν επιβεβαιωθεί, προβλέπεται ότι θα παρουσιαστεί αρνητικός πληθωρισμός -2%, αύξηση της ανεργίας στο 19,3%, μείωση των επενδύσεων κατά 17%, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 4% και της δημόσιας κατά 4,5%.
Το συγκεκριμένο σενάριο λαμβάνει υπόψιν ότι τα περιοριστικά μέτρα θα υπάρχουν μέχρι τα μέσα Μαΐου με σταδιακή άρση των μέτρων, όπως οι μεταφορές. Σε μια τέτοια περίπτωση θα χανόταν μικρότερο μέρος από τα προβλεπόμενα τουριστικά έσοδα πριν την εμφάνιση του κορωνοϊού. Παράλληλα, η συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας υπολογίζει την ύφεση στην Ευρωζώνη στο 7%.
Το αρνητικό σενάριο εκτιμά ότι η ύφεση θα φτάσει κοντά στο 9%. Σ’ αυτή την περίπτωση θα υπάρχει αρνητικός πληθωρισμός -3,5%. Επιπλέον, η ανεργία θα φτάσει το 21%. Ακόμα, η μείωση στις επενδύσεις υπολογίζεται στο 30%, ενώ η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται να ανέλθει στο 8%. Για την δημόσια κατανάλωση προβλέπεται αύξηση 7,5%.
Αυτό το σενάριο προβλέπει την παράταση της πανδημίας μέχρι το καλοκαίρι ή την προσωρινή παύση και την επαναφορά της το φθινόπωρο. Επίσης, σύμφωνα με αυτό το σενάριο η ύφεση στην Ευρωζώνη θα φτάσει το 9%, κάτι που θα στοίχιζε ανεπανόρθωτα στον τουρισμό.
Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, οι εκτιμήσεις γίνονται στη βάση παραγόντων, οι οποίοι είναι: η διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, το ύψος των μέτρων που απαιτηθούν και η τιμή του πετρελαίου.
Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις δημοσιονομικές δυνατότητες της Ελλάδας, με τον κ. Βέττα να θέτει προβληματισμούς για το ευρος των δυνατοτήτων τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον ΙΟΒΕ αποτελεί η κατεύθυνση των δημοσιονομικών πόρων, καθώς οι δαπάνες για την υγεία είναι κάτω από τον μ.ο. της Ευρωζώνης (5% έναντι 7%), την ώρα που οι δαπάνες για το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μ.ο. Έτσι, τίθεται το ζήτημα της αλλαγής κατεύθυνσής τους.