Εντάξει, ας το παραδεχτούμε όλοι… Υπάρχουν φορές που θέλεις να ακούσεις ένα λιγότερο σοβαρό τραγούδι για να φύγεις ή για να περιγράψεις με γλαφυρό τρόπο την πραγματικότητα που βιώνεις. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα είχαμε πολλά τραγούδια «trash» να παίζουν δυνατά.
Όλα καλά μέχρι εκεί. Το πρόβλημα όμως είναι πως στην Ελλάδα η ανυπαρξία της μουσικής σκηνής οδήγησε κάθε trash αστέρι στην επιτυχία. Βήμα-βήμα, σκαλί-σκαλί και ξαφνικά η trash σκηνή βρέθηκε να κυριαρχεί στο ελληνικό πεντάγραμμο, με την πλειονότητα των Ελλήνων να μην αντιλαμβάνεται καν το τι έχει συμβεί!
Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για το «Μαμά?» του Sin Boy. Αυτή είναι απλά μια κατάληξη στην όλη ιστορία. Δεν θέλω να σας πικράνω αλλά πριν από μερικά χρόνια, όταν όλοι στην Ελλάδα είχαν λεφτά, έδιναν μάχη για να στριμωχτούν στο πρώτο τραπέζι του μαγαζιού που τραγουδούσε η Στέλλα Μπεζεντάκου (με δεύτερο όνομα τη Τζένη Βάνου), στα μεσημεριανά έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο η Βέρα Λάμπρου και η Πόπη Μαλιωτάκη (ναι, που δεν ήταν η Μπιγιονσέ, αλλά ήταν η Ποπάρα), ενώ ρόλο τραγουδιστριών έπαιζαν και οι Γωγώ Μαστροκώστα, Τζούλια Αλεξανδράτου και λοιπές μοντέλες!
Πάμε πάλι… Δεν είναι κακό να υπάρχει ΚΑΙ αυτή η επιλογή, όταν θέλεις να γελάσεις. Όταν όμως αυτή η σκηνή κυριαρχεί τότε υπάρχει πρόβλημα. Μουσικό και κοινωνικό! Όταν η κοινωνία δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι ακούει μόνο σαβούρα, τότε ναι, υπάρχει πρόβλημα. Η δημιουργία του όμως ξεκινάει από την «αθώα» ή όπως λένε κάποιοι «υπέροχη» δεκαετία του ’90.
Σαχλοτράγουδα της σειράς, τραγουδιστές της πλάκας, δημιουργοί που έκλεβαν άνετα κομμάτια του εξωτερικού και συνθέτες/στιχουργοί που εκμεταλλεύτηκαν το όποιο ταλέντο και κονέ είχαν για να ρίχνουν στο κρεββάτι νεαρά αγόρια ή κορίτσια που είχαν ταλέντο ψαριού στο τραγούδι.
Κάπως έτσι χτίστηκε το τραγούδι της δεκαετίας του ’90. Έπειτα ήρθε και η οικονομική ανάπτυξη. Η σαβούρα που είχε αρχίσει να κυριαρχεί, μαζεύτηκε, κάποιοι την βάφτισαν και ποιότητα, με αποτέλεσμα το trash να βρει ακόμη πιο ανοιχτό πεδίο. Μοιραία λοιπόν από την στιγμή που οι μουσικές δημιουργίες μετά το 2000 ήταν περιορισμένες τα πράγματα φαινόταν πως θα καταλήξουν εκεί. Όταν ο κόσμος χόρευε με το «Θέλω να τα πιω» και δεν μπορούσε να καταλάβει πως η Άννα Γούλα του «Τα πίνω όλα» ήταν φανταστικό δημιούργημα που είχε ως στόχο ένα άριστα σε μια πτυχιακή, το νερό είχε μπει για τα καλά στο αυλάκι.
Μετά το 2010, με τους μεγάλους σε ηλικία τραγουδιστές πλέον που κρατούσαν τα προσχήματα να αποχωρούν, η σκυτάλη πέρασε σε άλλους. Κορυφαίος λαϊκός τραγουδιστής π.χ. ο Ρέμος, με τον Χριστιανό να μην μπορεί να θυμηθεί ακριβώς πότε ακριβώς είπε λαϊκό τραγούδι και ποιό ήταν αυτό. Και μην μου πείτε ότι τα τραγούδια του Ρέμου είχαν σχέση με τα γνήσια λαϊκά που έλεγε μέχρι πριν μερικά χρόνια ο Πασχάλης Τερζής ή πως αν η ελληνική μουσική σκηνή ήταν σε ένα νορμάλ επίπεδο καλλιτέχνες του στυλ της Πάολα ή του μακαρίτη του Παντελίδη θα έβγαζαν το ψωμί τους σε μεγάλες πίστες της Αθήνας ή σε σκυλάδικα της επαρχίας!
Το θέμα όμως είναι το εξής. Πως μπορεί μια κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση όχι μόνο στον οικονομικό, αλλά σε κάθε τομέα να εξελιχθεί; Πως μπορεί να επενδύσει και να χτίσει σε αξίες που ουσιαστικά έχει εξαφανίσει από το λεξιλόγιό της; Αν ανατρέξουμε στην ιστορία, κάθε φορά που στην Ελλάδα υπήρχε μια τέτοιας έκτασης κρίση είχαμε μια μεγάλη καταστροφή. Από την αρχαιότητα μέχρι και πρόσφατα.
Ήδη μοιραζόμαστε το όνομα της Μακεδονίας. Η Τουρκία θέλει να τσιμπήσει κι αυτή ό,τι μπορεί. Η Αλβανία το ίδιο… Εμείς όμως δεν δίνουμε σημασία σε αυτά. Ξέρετε γιατί;
«Διακόσια στη στροφή και με ρωτάνε “μαμά;”»…
Κυριάκος Ζαράνης