
Στην υψηλή ζήτηση που έχει το ελληνικό ομόλογο στην αγορά αναφέρεται η ηλεκτρονική έκδοση της Handelsblatt.
Συγκεκριμένα, η έκδοση του 10ετούς ομολόγου σχολιάζεται σε άρθρο με τίτλο «Το νέο ελληνικό ομόλογο γίνεται περιζήτητο στην αγορά».
Αρχικά, επισημαίνεται ότι «η απόδοση του ομολογιακού δανείου, που διαρκεί μέχρι τις 18 Ιουνίου του 2031, φτάνει το 0,79% σύμφωνα με πηγές της αγοράς. Είναι το χαμηλότερο επιτόκιο για νέο, δεκαετές χρεόγραφο από το 2001, όταν η Ελλάδα προσχώρησε στο ευρώ. Η τελευταία έξοδος στην αγορά για τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους ήταν τον Σεπτέμβριο του 2020 με δεκαετές ομόλογο. Η απόδοσή του κυμαινόταν ακόμη στο 1,22%».
Αναφορικά με την βαθμίδα αξιολόγησης της χώρας, τονίζεται πως «η Ελλάδα απέχει ακόμα δύο σκαλοπάτια μέχρι την επενδυτική βαθμίδα για την Fitch και την Scope Ratings, τρία για την Standard & Poor’s, την Moody’s και την DBRS. Ωστόσο οι αναλυτές προβλέπουν αναβάθμιση για το τρέχον έτος. Η JP Morgan εκτιμά ότι ήδη το 2022 η Ελλάδα θα ανέλθει στην κατηγορία των πιστωτών που αποτελούν επενδυτική επιλογή. Για τους επενδυτές που αγοράζουν τώρα, αυτή η πρόβλεψη τροφοδοτεί ελπίδες για μελλοντικά κέρδη».
Σχετικά με την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η Handelsblatt γράφει ότι η χώρα μας βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη που αντιμετώπισε πριν από δέκα χρόνια. Όπως αναφέρεται, «περίπου το 80% του ελληνικού χρέους είναι στα χέρια δημόσιων πιστωτών, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Τα τοκοχρεολύσια είναι πολύ χαμηλά και η περίοδος αποπληρωμής φτάνει μέχρι το 2070. Γι αυτό η βιωσιμότητα του χρέους θεωρείται εξασφαλισμένη, τουλάχιστον μέχρι το 2032. Εάν παρά ταύτα η χώρα αντιμετωπίσει δυσκολίες πληρωμής, μπορεί να υπολογίζει σε περαιτέρω διευκολύνσεις από την πλευρά των δημοσίων πιστωτών. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει συσσωρεύσει αποθέματα ρευστότητας που φτάνουν τα 33 δισεκατομμύρια ευρώ».