
Δυνατότητα για μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού δείχνει σε έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση για το Δ’ τρίμηνο του 2019 σημειώνεται ότι ο δείκτης μισθολογικού κόστους εμφάνισε πτώση κατά 1,2% το Γ’ τρίμηνο του ίδιου έτους σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2018. Κατά συνέπεια, η ταυτόχρονη μείωση του δέικτη μισθολογικού κόστους, μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού και την πτώση της ανεργίας δεν έχει προκαλέσει προβλήματα στην αγορά εργασίας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «αυτή η διαπίστωση, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της αυξητικής τάσης στην απασχόληση, δεν επιβεβαιώνει τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί σχετικά με τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιδράσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού».
Αναφορικά με το νέο ασφαλιστικό, η έκθεση βάζει αστερίσκους ως προς το αποτέλεσμα της εφαρμογής του, καθώς η θέσπιση έξι κατηγοριών ασφάλισης απ’ όπου μπορεί να επιλέξει ο κάθε ασφαλισμένος υποβοηθά την αυταπασχόληση, χωρίς να διευκολύνει την παραγωγικότητα.
«Πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών. Η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα», σημειώνεται από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Ακόμα, η έκθεση εξαίρει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος πάνω από τον προβλεπόμενο στόχο, υπογραμμίζοντας την διατήρηση της θετικής δημοσιονομικής κατάστασης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Ανάλογη διαπίστωση γίνεται για την έκδοση του 15ετούς ομολόγου, η οποία συνδυαστικά με την πτώση των αποδόσεων του 10ετούς ομολόγου, φανερώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για την Ελλάδα.
Επιπλέον, η έκθεση αναφέρεται στους κινδύνους που διατρέχουν την ελληνική οικονομία, οι οποίοι δεν περιορίζονται μόνο στα εσωτερικά ζητήματα (γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Τουρκία, μεταναστευτικό/προσφυγικό), αλλά εκτείνονται και σε διεθνή θέματα, όπως η επίτευξη ή μη εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-Βρετανίας μετά το 2021, οι εμπορικοί πόλεμοι κ.ά.
Τέλος, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκφράζει προβληματισμούς για την χαμηλή χορήγηση νέων δανείων, τάση που δεν θα έπρεπε να παρατηρείται λόγω της βελτίωσης της ρευστότητας των τραπεζών.