
Σημαντικές αλλαγές έχει επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού στο καταναλωτικό κοινό της χώρας μας, όπως προκύπτει από την έρευνα Future Consumer Index Ελλάδα 2021 που διενεργήθηκε από την Ernst and Young Ελλάδος σε συνεργασία με την MRB στο πλαίσιο της ευρύτερης παγκόσμιας έρευνας της ΕΥ, Future Consumer Index, η οποία παρακολουθεί τις καταναλωτικές τάσεις στις σημαντικότερες αγορές του κόσμου στη μετα-πανδημική εποχή.
Πιο αναλυτικά, οι Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν έτοιμοι για την επιστροφή σε ρυθμούς κανονικότητας. Παρ’ όλα αυτά, το 59% των ερωτηθέντων επισημαίνει ότι ο φόβος της πανδημίας θα παραμείνει για πάνω από ένα χρόνο. Αναφορικά με τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, το 77% δηλώνει ανήσυχο για τις επιπτώσεις στην οικονομία, το 66% στην κοινωνία, το 71% ανησυχεί για την απόλαυση της προσωπικής του ζωής, το 56% εκφράζει προβληματισμό για την προσωπική οικονομική του κατάσταση, ενώ το 53% ανησυχεί για την υγεία της οικογένειας.
Παράλληλα, το 60% των ερωτηθέντων απαντά ότι ξοδεύει λιγότερο, με το 43% να αγοράζει μόνο τα απαραίτητα, ενώ η τιμή των προϊόντων και υπηρεσιών έχει γίνει μακράν το σημαντικότερο κριτήριο αγοράς (67%). Ωστόσο, ουκ ολίγοι καταναλωτές εστιάζουν σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για την πραγματοποίηση των αγορών τους, με το 34% να εστιάζει σε προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, το 30% να εστιάζει σε προϊόντα υψηλής ποιότητας και το 29% να προτιμά προϊόντα που συνδέονται με την άνεση, την πρακτικότητα και την ευκολία.
Ακόμα, το 41% δηλώνει ότι έχει αλλάξει τις μάρκες που αγοράζει, είτε για να μειώσουν τα έξοδά τους (23%), είτε για να υποστηρίξουν την τοπική οικονομία, τις τοπικές επιχειρήσεις ή τα καταστήματα της γειτονιάς τους (23%), είτε έχουν στραφεί σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (15%). Την ίδια στιγμή, το 73% απαντά ότι τα brands πρέπει να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της κοινωνίας, ενώ το 66% πιστεύουν ότι πρέπει να συνεισφέρουν στην πρόκληση θετικής αλλαγής στον κόσμο. Μάλιστα, μόνο το 24% δηλώνει ικανοποιημένο από τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν τα brands.
Βάσει των προτεραιοτήτων που έχουν θέσει, οι Έλληνες καταναλωτές κατατάσσονται σε πέντε βασικές τυπολογίες (segments), που εκτιμάται ότι θα κυριαρχήσουν στη μετα-πανδημική περίοδο.
Η μεγαλύτερη τυπολογία (Affordability First – 32%) περιλαμβάνει καταναλωτές που προσπαθούν να κάνουν συνετή οικονομική διαχείριση. Ωστόσο, δύο τυπολογίες μικρότερης απήχησης αντιπροσωπεύουν, συνδυαστικά, ένα αντίστοιχο ποσοστό: εκείνοι που είναι ευαισθητοποιημένοι για την προστασία του περιβάλλοντος (Planet First – 18%) και του κοινωνικού συνόλου (Society First – 14%). Ταυτόχρονα, συναντώνται οι καταναλωτές που θέτουν ως κυρίαρχο στόχο τη διασφάλιση της υγείας των ιδίων και των οικογενειών τους (Safety First – 21%), καθώς και εκείνοι που αναζητούν εμπειρίες για να ζουν τη ζωή στο έπακρο, να υιοθετούν το καινούριο και να πειραματίζονται (Experience First – 16%).
Παρά τα προηγούμενα ευρήματα, λίγοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν πράξη τις απαντήσεις τους, αφού λιγότεροι από ένας στους τρεις (29%) είναι πρόθυμοι να πληρώσουν παραπάνω για περισσότερο βιώσιμα αγαθά και υπηρεσίες, ενώ, μεταξύ των Society First, μόλις ένας στους πέντε (20%) θα ξόδευε παραπάνω για μάρκες που συνεισφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.
Από την πλευρά της, η EY καλεί τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του λιανεμπορίου να μελετήσουν τις επερχόμενες αλλαγές και να σχεδιάσουν νέες στρατηγικές. Γι’ αυτό τον σκοπό, στις επιχειρήσεις προτείνονται τα εξής:
⦁ Σε πρώτη φάση, να προχωρήσουν άμεσα σε αναλυτική χαρτογράφηση της αγοράς, καθώς όλα φαίνεται πως έχουν αλλάξει.
⦁ Με βάση τα νέα δεδομένα, να κατηγοριοποιήσουν εκ νέου το κωδικολόγιο, τους πελάτες και τους τελικούς καταναλωτές τους.
⦁ Να συσχετίσουν το κωδικολόγιό τους με τις κατηγορίες πελατών και να αναρωτηθούν αν απαιτείται και αν αξίζει όλα τα προϊόντα να διατίθενται σε όλα τα κανάλια ή και τους πελάτες.
⦁ Να επαναξιολογήσουν ολιστικά τα διαφορετικά μοντέλα εξυπηρέτησης, όπως direct-to-customer, direct-to-consumer, omni-channel, pick up, καθώς και τον συνδυασμό αυτών.
⦁ Να διερευνήσουν ευκαιρίες συνεργειών με άλλες εταιρείες, καθώς η λογική της συνεργασίας (co-opetition) υποκαθιστά πλέον τη λογική του ανταγωνισμού (competition).
⦁ Να συμμετάσχουν σε ή και να δημιουργήσουν οικοσυστήματα (value chain ecosystems), αντί της εξάρτησής τους από γραμμικές αλυσίδες αξίας (linear value chains), για να εξασφαλίσουν και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της επιχείρησης.
⦁ Να εξασφαλίσουν από άκρο σε άκρο ορατότητα (E2E visibility) για ολόκληρη την αλυσίδα αξίας, με τη δημιουργία control towers, που ξεκινούν από το demand sensing και, διαμέσου όλων των κρίκων της αλυσίδας αξίας, παρακολουθούν όλη την εξέλιξη μιας παραγγελίας, ώστε να ενδυναμώσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της επιχείρησης.