Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια όλο και εντονότερη προβολή διαφημίσεων σε όλα τα μέσα ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών, οι οποίες προβάλουν την «πραμάτεια» τους», πατώντας πάνω στον έμφυτο για κάθε άνθρωπο φόβο, του πως θα περάσει με αξιοπρέπεια τα γεράματα του.
Τυχαίο γεγονός θα ισχυριστούν πολλοί, εφαλτήριο πολέμου θα πω εγώ ή μάλλον καλύτερα υπενθύμιση ενός παλαιού πολέμου, μιας συνεχόμενης μάχης.
Η διάθεση του κεφαλαίου να επιβληθεί στην εργασία και να παρέμβει στην ασφάλεια είναι διαρκής και γίνεται με όρους πολέμου και μάλιστα πολύ σφοδρού. Ο πόλεμος αυτός έχει ξεκάθαρα μέρη, αντικείμενο και στόχους. Ενώ και η προετοιμασία των δύο μερών είναι πολιτική, ιδεολογική και σαφώς οργανωτική. Μια αρχική παραδοχή, την οποία οφείλουμε να κάνουμε πριν εξετάσουμε σε βάθος το ζήτημα, είναι ότι η προετοιμασία του κεφαλαίου είναι καλύτερη και στα τρία επίπεδα.
Βασικός στόχος του κεφαλαίου είναι να αντικαταστήσει τα αναδιανεμητικά συστήματα ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικά. Το επιχείρημα αυτής της αντικατάστασης είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος στο μέλλον και η αντιμετώπιση των δυσμενών συνθήκων της υπογεννητικότητας, της γήρανσης του πληθυσμού, της εξάπλωσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, των χαμηλών αμοιβών, της μείωσης της χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος μέσω του ΑΕΠ λόγω της οικονομικής κρίσης κτλ. Η πρόταση αυτή όμως παραγνωρίζει την κοινωνική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική χρησιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος .
Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα χαρακτηρίζονται από ατομικότητα, ιδιωτικοποίηση και εξατομίκευση της ανταποδοτικότητας, τόσο της επικουρικής ασφάλισης, όσο και της εφάπαξ παροχής. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως η διανεμητικότητα της κοινωνικής ασφάλισης περιορίζεται κάτω του 30% (εθνική σύνταξη) και η κεφαλαιοποίηση που συνήθως γίνεται με ατομικούς λογαριασμούς προσδιορισμένων παροχών κυμαίνεται σε ποσοστό γύρω στο 70 % των συνταξιοδοτικών παροχών.
Η συγκεκριμένη πρόταση ακόμα χαρακτηρίζεται από παντελή κατάργηση της έννοιας της αλληλεγγύης, στην κοινωνική ασφάλιση, ενώ και η επάρκεια των παροχών, από τις οποίες συναρτάται το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων τίθεται εν αμφιβόλω .
Στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα έχουμε αυτόματους «κόφτες» και η βασική τους (ίσως και μοναδική) στόχευση είναι η οικονομική σταθερότητα του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς να ενδιαφέρονται για το τελικό ύψος των παροχών. Έτσι καταλήγουμε ασφαλισμένοι, οι οποίοι στον εργασιακού τους βίο, εργάστηκαν σε ευέλικτες μορφές εργασίας ,με χαμηλούς μισθούς, ή δεν εργάστηκαν συνεχόμενα χρόνια να λαμβάνουν πολύ μικρή συνταξιοδοτική παροχή. Το όλο σύστημα αυτό ολοφάνερα απομακρύνει την κοινωνική ασφάλιση από τις θεμελιώδεις αρχές της, κάνοντας τους εργαζόμενους έρμαιο στις ορέξεις των αγορών.
Ενώ ακόμα και αν αποφασιστεί η μετάβαση, που για κάποιους αποτελεί πανάκια για το σύνολο των προβλημάτων του ασφαλιστικού συστήματος, θα αντιμετωπίσουμε ένα ακόμα πολύ μεγάλο πρόβλημα και μοναδικοί «ηττημένοι» θα είναι πάλι οι εργαζόμενοι. Η μετάβαση από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι κοστοβόρα και το σύνολο του οικονομικού της βάρος, θα επιβαρύνει τους ασφαλισμένους και ιδίως την μεταβατική γενιά.
Το δημογραφικό πρόβλημα σαφώς και δεν αντιμετωπίζεται, έτσι πάλι οι σημερινοί εργαζόμενοι θα κληθούν να πληρώσουν τις συντάξεις των συνταξιούχων. Ο πληθυσμός όμως θα παραμείνει γερασμένος και το σύνολο του εργατικού δυναμικού μικρότερό από τους συνταξιούχους που θα κληθεί να στηρίξει. Το μοναδικό πράγμα που καταφέρνει η συγκεκριμένη αλλαγή είναι η μετάθεση του βάρους από το κράτος στον ίδιο τον ασφαλισμένο, ο οποίος εν τέλει θα πάρει πολύ μικρότερη σύνταξη από τις παροχές που θα καταβάλει σε όλο τον εργασιακό του βίο.
Η πρόταση αυτή γενικότερα αντιμετωπίζει το ασφαλιστικό σαν επιχείρηση και στην ουσία δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που αυτό αντιμετωπίζει. Αντιθέτως το μόνο που κάνει είναι να τα κάνει εντονότερά μη βελτιώνοντας παράλληλα ούτε την ποιότητα των παροχών σε σχέση με το αναδιανεμητικό σύστημα. Η μόνη ουσιαστική διαφορά όπως προ είπα είναι το γεγονός ότι το κράτος αποποιείται κάθε ευθύνης χρηματοδότησης και στήριξης του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία περνάει αποκλειστικά στον ασφαλισμένο. Ο καθένας λοιπόν μόνος του και ανάλογα με τις δυνατότητες του θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του γήρατος.
Σε αντίθεση στα αναδιανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, το κράτος είναι υποχρεωμένο να εγγυηθεί την ισότητα εισοδήματος εργαζομένων – συνταξιούχων. Οι συνταξιοδοτικές παροχές αποτελούν αναπλήρωση του εισοδήματος της εργασίας σε ποσοστό, ίσως και κοντά στο 80 τις εκατό σε αρκετές χώρες (εξασφαλίζοντας επάρκεια εισοδήματος και ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο διαβίωσης). Καλύπτονται έτσι με επάρκεια και κοινωνική αποτελεσματικότητα οι κίνδυνοι τόσο του γήρατος όσο και της ασθένειας ενώ και η βιωσιμότητα των συστημάτων μπορεί να εξασφαλιστεί με την ύπαρξη αξιόπιστων αναλογιστικών μελετών, σαφή στοχοθεσία και ξεκάθαρες επιλογές.
Ο πόλεμος κεφαλαίου – κοινωνικής ασφάλισης είναι συνεχής και διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα μέρη είναι έτοιμα, και κυρίως το κεφάλαιο, το οποίο προκειμένου να επιβληθεί χρησιμοποιεί κάθε μέσο ετοιμάζοντας το έδαφος και στην χώρα μας για την τελική μάχη φιλοδοξώντας να θέσει στο περιθώριο την κοινωνική ασφάλιση και να επαναφέρει από «τα μπαούλα» ασφαλιστικά συστήματα τύπου δικτατορίας Πινοσετ, στα οποία κύρια και επικουρική σύνταξη πέρασαν σε ασφαλιστικές εταιρίες χωρίς καμία παρέμβαση από το κράτος. Το σύνολο του πληθυσμού πέρασε στην ιδιωτική ασφάλιση εκτός από την αστυνομία και το στρατό που έμειναν στο διανεμητικό, με γνωστά σε όλους τα αποτελέσματα.
Στην προετοιμασία αυτή του κεφαλαίου, απαιτείται επαγρύπνηση από την πλευρά των εργαζομένων και ανοικτά ραντάρ, ώστε να αποφευχθεί μια οπισθοδρόμηση και χρονική και ουσιαστική που μοναδικά θύματα θα έχει τους εργαζομένους και κατ΄ επέκταση ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
ΓΚΙΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
LLM ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
LLM ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ