Στην αντιστροφή της εικόνας της Ελλάδας λόγω της επιτυχούς αντιμετώπισης του κορωνοϊού αναφέρεται ο Ρομπέρτο Τζουλιάνο στο Bloomberg.
Σε άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα φαίνεται πιο ασφαλής προορισμός τώρα», ο κ. Τζουλιάνο σημειώνει ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έθεσε νωρίτερα σε λειτουργία την οικονομική δραστηριότητα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που μπορεί να αντιστρέψει την πτώση του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρεται, «η κυβέρνηση έλαβε μέτρα με υψηλό κόστος – όπως τα δάνεια για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ένα σχήμα διαθεσιμότητας για τους υποαπασχολούμενους – για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους και ελπίζει ότι θα τα περιορίσει ταχύτερα από αλλού καθώς η δραστηριότητα ξαναρχίζει, μειώνοντας το βάρος στα δημόσια οικονομικά».
Κατόπιν, ο αρθρογράφος υπογραμμίζει την αλλαγή της εικόνας ως προς την προσέλκυση επενδύσεων, σημειώνοντας: «Ένας λόγος για να μην επενδύσει κανείς στην Ελλάδα ήταν η προσδοκία ότι η χώρα θα χειριζόταν χειρότερα από άλλες μία κρίση. Ο σκεπτικισμός αρχίζει να εξαφανίζεται. Πέρυσι, ο δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας είχε την καλύτερη επίδοση στον κόσμο – μία ένδειξη αυξανόμενης εμπιστοσύνης στη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Μητσοτάκη».
Στη συνέχεια, ο κ. Τζουλιάνο αναφέρει πως η Ελλάδα αντιμετώπισε με μεγάλη αποτελεσματικότητα τον κορωνοϊό. Παρ’ όλα αυτά, «το οικονομικό πλήγμα για την Ελλάδα πιθανόν να είναι αντίστοιχο με αυτό άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης, επειδή η οικονομία της βασίζεται πολύ στον τουρισμό».
Ταυτόχρονα, συμπληρώνει ότι «η Ελλάδα έχει ακόμη σοβαρές αδυναμίες, όπως το ποσοστό του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ που είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη και θα αυξηθεί λόγω της φετινής ύφεσης και της σημαντικής αύξησης του δανεισμού. Το τραπεζικό σύστημα της χώρας βελτιωνόταν σταδιακά, χάρη στο σχέδιο κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”, αλλά η έκθεση των τραπεζών σε “κόκκινα δάνεια” ανερχόταν στο 40,6% των συνολικών δανείων τον Δεκέμβριο.
Ωστόσο, η Ελλάδα αυτή τη φορά γνωρίζει ότι δεν είναι μόνη, καθώς το χρέος θα αυξηθεί σε όλη την Ευρωζώνη, όπως και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη έχει αρχίσει να σχεδιάζει πιο δημιουργικές λύσεις, όπως το μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αγορών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πρόγραμμα ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ, το οποίο θα αποτελείται από επιχορηγήσεις και δάνεια».
Ακόμα, γράφει ότι «η (ελληνική) κυβέρνηση θέσπισε κοστοβόρα μέτρα -συμπεριλαμβανομένων των δανείων για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ένα νέο πρόγραμμα για τους υποαπασχολούμενους- για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους. Ελπίζει να τα μειώσει γρηγορότερα από ό, τι αλλού, καθώς επανέρχεται η οικονομική η δραστηριότητα, ελαττώνοντας την επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών».
Τέλος, τονίζει ότι η εικόνα της Ελλάδας έχει βελτιωθεί. «Ένας λόγος να μην επενδύσει κανείς στην Ελλάδα ήταν η προσδοκία ότι θα αντιμετώπιζε μια κρίση χειρότερη από άλλες χώρες. Αυτό σήμαινε ότι κάποιες ξένες εταιρείες δεν ήταν πρόθυμες να ρίξουν χρήμα στη χώρα. Ο σκεπτικισμός τώρα αρχίζει να εξαφανίζεται. Πέρυσι, ο χρηματιστηριακός δείκτης της Αθήνας ήταν αυτός με τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο – ένα σημάδι αυξανόμενης εμπιστοσύνης στη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Μητσάτακη. Τώρα, οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της Ελλάδας έχουν πέσει κάτω από τις ιταλικές, εν μέρει χάρη στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συμπεριλάβει το ελληνικό χρέος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.