Στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα, την αξία και τον συμβολισμό της 51ης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, απευθυνόμαστε σε αυτούς που έζησαν εκείνες τις ταραγμένες ημέρες από κοντά, δια ζώσης.
Ένας από αυτούς τους φοιτητές του ΕΜΠ ήταν ο κ. Θανάσης Σκούρτης. Συνταξιούχος Αρχιτέκτονας- μηχανικός σήμερα, μας διηγείται με λεπτομέρειες όλα τα γεγονότα που σφράγισαν τελικά όπως αποδείχθηκε την νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου μας.
Φοιτητής στο τελευταίο έτος τότε, υπενθυμίζει καταστάσεις και πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο τον Νοέμβριο του 1973, διευκρινίζει άγνωστες πτυχές από την εξέγερση των τότε φοιτητών, περιγράφει τις συνθήκες που επικρατούσαν ακριβώς και παράλληλα συγκρίνει με την σημερινή- διαφορετική- εποχή και τα αντίστοιχα αιτήματα της νέας γενιάς.
Επίσης, απαντά με σαφήνεια στο ερώτημα που είναι στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, εάν η γενιά αυτή του Πολυτεχνείου έκανε καλό ή κακό στη χώρα τελικά μετέπειτα, ενώ δεν παραλείπει να ασκήσει κριτική σε κάποιους από τους πρωταγωνιστές της.
«Τις ημέρες πριν την 17η Νοεμβρίου, υπήρχε ένας οργασμός ελευθερίας από μέρους μας»
-Περιγράψτε μας τι επικρατούσε αυτές τις μέρες τότε;
Ήταν ημέρες που υπήρχε μια αίσθηση, ειδικά σε εμάς που σπουδάζαμε στο ΕΜΠ, ότι κάτι γίνεται και ότι πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Τα πρώτα αιτήματά μας τότε ήταν για τα επαγγελματικά μας δικαιώματα. Στην αρχή κανείς δεν πίστευε ότι το αίτημά μας ήταν να ρίξουμε τη Χούντα.
Είχε κάνει η χούντα μια διάταξη που απλοποιούσε το θέμα το επαγγελματικό. Σε αυτό αντιδρούσαμε. Δεν θέλαμε να εξισωθούν τα πτυχία μας με αυτά των κολλεγίων.
Να σας δώσω όμως το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν όλα.
Το πολιτικό όργανο της χούντας ήταν η συντακτική συνέλευση, δεν ήταν προφανώς η Βουλή. Η μετάβαση από τη χούντα προς ένα καθεστώς φιλελευθεροποίησης προσπάθησαν να γίνει μέσω του Μαρκεζίνη και η συντακτική εθνοσυνέλευση εντασσόταν σε αυτό το πλαίσιο. Ένα από τα θέματα που έβαλαν προς συζήτηση ήταν το θέμα των φοιτητικών συλλόγων και των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Είχαμε αντίρρηση εμείς ως πολιτικοί μηχανικοί, δεν συμφωνήσαμε ότι με πέντε χρόνια φοίτησης θα έπρεπε να είχαμε περιορισμένα δικαιώματα.
Γι΄ αυτόν τον λόγο κάναμε μια πρώτη διαμαρτυρία. Η σχολή των Πολιτικών Μηχανικών, η σχολή των Αρχιτεκτόνων, των Μηχανολόγων. Εκεί έπεσε η ιδέα να κάνουμε μια κατάληψη. Δηλαδή να κάνουμε την διαμαρτυρία πιο φωναχτή. Σε αυτήν την ιδέα βοήθησε και η κατάληψη στη Νομική Σχολή λίγους μήνες πριν.
Η κατάληψη έγινε στο ΕΜΠ, στον χώρο μας τον οποίο και λόγω προγράμματος σπουδών, τον αισθανόμασταν σαν δεύτερο σπίτι μας. Εκεί ήρθαν και φοιτητές άλλων σχολών μετά και μαζικοποιήθηκε η κατάληψη.
Κάποιοι που μέναμε Αθήνα, και δεν ήμασταν από την επαρχία, όπως εγώ, δεν μέναμε μέσα το βράδυ, αλλά γυρνούσαμε σπίτια μας.
Με τη δύση του ηλίου, μαζεύονταν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι, καθώς σχόλαγαν υπάλληλοι και έριχναν ματιές, στην αρχή από περιέργεια. Δεν υπήρχε αστυνομική επιτήρηση τις πρώτες μέρες και νύχτες, μόνο την τελευταία, όπου πλάκωσε η Αστυνομία και δεν άφηνε τον κόσμο να περάσει. Εκεί είχαμε απαγορεύσεις. Την τελευταία νύχτα μαζικοποιήθηκε πολύ το κίνημα. Όλες όμως τις ημέρες υπήρχε θα έλεγα ένας οργασμός ελευθερίας, μιας και δεν υπήρχε κάποιος να σε περιορίσει. Και τότε ήταν πολύ δύσκολο να πεις ότι ζούσες ελεύθερα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τυπώσεις κάτι και να το μοιράσεις. Ήταν απαγορευμένα αυτά τα πράγματα. Φοβόσουν τους πάντες.
Το καθεστώς είχε παντού πληροφοριοδότες. Εάν σε στοχοποιούσε το καθεστώς, ήξερε τα πάντα για σένα και για την οικογένειά σου.
Η χούντα όπως ξέρετε είχε κάνει υποχρεωτικές στρατεύσεις φοιτητών στη Νομική, είχε διακόψει την αναβολή τους. Το ίδιο έγινε και μετά στο ΕΜΠ. Μια σειρά από συμφοιτητές μας, τους διέκοψαν την αναβολή στράτευσης.
Ήταν μια ατμόσφαιρα καταπίεσης και έλειπε η ελευθερία. Κάτι σημαντικότερο από όλα. Μπορεί να υπήρχε φόβος, αλλά υπήρχε στόχος όλοι οι φοιτητές να είναι ενωμένοι. Δεν έσπασε το μπλοκ. Αλλιώς δεν θα είχε γίνει τίποτα απ΄ όσα έγιναν μετά.
–Το αίτημα ήταν και οι ελεύθερες φοιτητικές εκλογές;
Φυσικά, ήταν ένα αίτημα κι αυτό. Ιδίως για αυτούς που βρίσκονταν στα πρώτα χρόνια των σπουδών τους, όχι τόσο για εμάς που τότε ήμασταν στο τελευταίο έτος.
Πολλά βέβαια έγιναν για πολιτικούς λόγους, εννοώ δηλαδή οι συμμετέχοντες ήθελαν η εκλογή να αποτελέσει μια δύναμη, ώστε να έχει μια δυναμική η επιτροπή που θα εκλεγόταν.
–Εκείνο το βράδυ 16ης προς 17η Νοεμβρίου πως το ζήσατε;
Εγώ προσωπικά, βγήκα δύο περίπου ώρες πριν σπάσει το τανκ τη πόρτα. Έφυγα με τρομερή δυσκολία μαζί με μια συμφοιτήτριά μου και έναν συμφοιτητή μου, τελικά με αυτοκίνητο. Δεν υπήρχαν συγκοινωνίες.
Πριν φύγουμε, ακούγαμε από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου τι συνέβαινε και αποφασίσαμε να γυρίσουμε. Όμως την ώρα που το κάναμε αυτό, έπεσαν δακρυγόνα και καπνογόνα και άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια μας. Φτάνουμε με τα πόδια ως ένα σημείο, αλλά διαπιστώσαμε ότι είχαν κλείσει πλέον οι πόρτες.
Φεύγοντας από κει και ανεβαίνοντας την Πατησίων, είδαμε τρόλεϊ γυρισμένα κάθετα στο δρόμο και λεωφορεία παρατημένα. Είχε σταματήσει η κυκλοφορία. Εκεί μάθαμε ότι κατεβαίνουν κάποια άρματα. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα. Κοντά σε μια καφετέρια της Πλατείας Βικτωρίας μας κυνήγησαν αστυνομικοί, ξεφύγαμε όμως. Απ΄ έξω γενικά από το ΕΜΠ, στους δρόμους, κυνηγούσαν πολύ και σε μεγάλη ακτίνα.
«Βγάζαμε φωτογραφίες στα κρυφά, μέσα στα τρόλεϊ και τα ασπρόμαυρα φίλμ τα εμφανίζαμε μόνοι μας, τέτοιος φόβος υπήρχε»
–Υπήρχαν ακροβολιστές από ταράτσες που πυροβολούσαν;
Τουλάχιστον μέχρι την ώρα που φύγαμε από τον χώρο εμείς, όχι.
Όμως έπεφταν αδέσποτες σφαίρες, από πυροβόλα όπλα, από μακριά. Τις επόμενες ώρες η κατάσταση σοβάρεψε και τελικά σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν σοβαρά άνθρωποι οι οποίοι όμως δεν είχαν σχέση με τον χώρο μέσα στο πολυτεχνείο. Άλλωστε είναι καταγεγραμμένα αυτά.
Αυτό που φοβόταν πολύ το καθεστώς ήταν οι φωτογραφίες. Γι΄ αυτό και υπήρχαν κάποιοι οι οποίοι σκόπιμα έριχναν με καθρέπτες φως από τον ήλιο πάνω μας για να μας τυφλώσουν και να μην βγάζουμε φωτογραφικά ντοκουμέντα.
Εγώ προσωπικά έχω στην κατοχή μου φωτογραφίες από εκείνες τις μέρες. Με μια καλή τότε φωτογραφική μηχανή, μπαίναμε σε ένα τρόλει το οποίο έκανε τη διαδρομή Ομόνοια έως Πλατεία Αιγύπτου. Και χωρίς να μας βλέπουν οι άλλοι επιβάτες, βγάζαμε 3-4 φωτογραφίες, μέσα από τα μπουφάν και με κάλυψη έναν φίλο μας μπροστινό. Ολόκληρη σκηνοθεσία για να βγουν μερικές φωτογραφίες! Βγάζαμε φωτο στα πολύ κρυφά που λέμε, γιατί υπήρχε σίγουρα μεγάλος φόβος.
Εάν έπεφτε βέβαια στα χέρια των Αρχών μια φωτο τέτοια η οποία απεικόνιζε κάποιους, αμέσως αυτοί οι κάποιοι θεωρούνταν επαναστάτες, τρομοκράτες και καταζητούμενοι. Υπήρχε φόβος και σε αυτόν που φωτογράφιζε, και σε αυτόν που φωτογραφιζόταν.
Αυτά τα φίλμ τα μαυρόασπρα, φαντάσου ότι τα εμφάνισα μόνος μου! Δεν θα τα πήγαινα ποτέ σε φωτογράφο γιατί φοβόμουν. Τα είχαμε κρυμμένα, λες και ήταν απόρρητα! Τα κρύβαμε σε σεντούκια μέσα.
Να συμπληρώσω και κάτι που ξέχασα και αποδεικνύει το πόσο φτωχά ήταν τα πράγματα σε επίπεδο πληροφόρησης τότε, σε σχέση με σήμερα.
Άκουσα από το ραδιόφωνο- το ελεγχόμενο φυσικά από τη χούντα- ότι έγινε η πτώση της πύλης του Πολυτεχνείου και ότι υπήρχαν νεκροί, την άλλη μέρα!
Είχα σκοπό να κατέβω κάτω στο Πολυτεχνείο, αλλά με σταμάτησαν φίλοι μου στη στάση του λεωφορείου κοντά στο σπίτι μου στο Χαλάνδρι και μου είπαν: Που πας; Θα σε πιάσουν. Και έμεινα στο σπίτι τελικά. Έτσι απέφυγα την σίγουρη σύλληψη.
«Οι αστυφύλακες χτυπούσαν αλύπητα με μαδέρια τους φοιτητές»
–Ο στρατός ή η αστυνομία εκείνες τις ημέρες χτύπησε πιο πολύ τους φοιτητές;
Αναμφισβήτητα η αστυνομία. Οι τότε αστυφύλακες είχαν ζήλο στα… χτυπήματα γιατί τους πίεζαν οι ανώτεροί τους για συλλήψεις κτλ. Μέχρι με μαδέρια από οικοδομές χτυπούσαν όσους φοιτητές έπιαναν ή ακόμα και απλούς περαστικούς εκεί γύρω από τους δρόμους του Πολυτεχνείου.
Ο στρατός, πλην μεμονωμένων περιπτώσεων, έπαιξε έναν ρόλο πιο επαγγελματικό θα λέγαμε. Μόλις έπεσε η πύλη από το τανκ, έγινε συντρίμμια η Mercedes του πρύτανη και μετά μπήκαν οι στρατιώτες μέσα οι οποίοι έκαναν έναν διάδρομο για την έξοδο των φοιτητών από τον χώρο. Οι φοιτητές έβγαιναν πλάι πλάι από τη μάντρα με τα κάγκελα.
Οι στρατιώτες ουσιαστικά προστάτεψαν κατά κάποιο τρόπο πολλούς να περάσουν. Μιλάμε για στρατιώτες απλούς φαντάρους.
Μόλις όμως έβγαιναν έξω οι σπουδαστές, έτρωγαν άγριο ξύλο από τους αστυφύλακες που παραμόνευαν. Μπουνιές, γκλοπιές και ξύλο με μαδέρια…
Τους στρατιώτες όντως τους βλέπαμε σαν αδέρφια μας γιατί είχαμε την ίδια ηλικία, όπως τα έλεγε ο Παπαχρήστος από το μικρόφωνο του ραδιοσταθμού της σχολής ήταν.
–Ιδεολογικές διαφορές υπήρξαν μεταξύ των φοιτητών στο Πολυτεχνείο;
Δεν πρόλαβαν οι φοιτητές να απλώσουν με σαφήνεια ένα ιδεολογικό πεδίο. Στην αρχή και πριν πάρει μαζικές διαστάσεις το εγχείρημα- πρέπει να το αναφέρουμε αυτό- δεν ήξερες ο διπλανός σου φοιτητής τι πρεσβεύει. Υπήρχαν αυτά τα φαινόμενα.
Δεν συζητούσαμε πολύ μεταξύ μας για θέματα πολιτικά γιατί δεν υπήρχαν άλλωστε και πολιτικές οργανώσεις. Για ποιον να λέγαμε; Για τον Μαρκεζίνη; Τον Ανδρουτσόπουλο ή για τον… Παπαδόπουλο; Τα παλιά προδικτατορικά κόμματα δεν υπήρχαν πλέον άλλωστε. Λαμπράκηδες κτλ…
–50 χρόνια μετά, ποιο είναι το συναίσθημα που νοιώθετε;
Είναι, θα έλεγα, μια αίσθηση αγαλλίασης γιατί πήρε κάποιος μέρος σε αυτήν την πολύ έντονη διαμαρτυρία, η οποία απλώθηκε, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι συγκίνησε τους πολίτες. Το παράπονό μας ακόμα και τώρα, είναι ότι η πλειοψηφία του Αθηναϊκού λαού δεν ήρθε μαζικά δίπλα μας. Ήρθαν κάποιοι από τους συγγενείς μας με κίνδυνο και κάποιοι εργαζόμενοι που είχαν αντίστοιχα προβλήματα. Αγρότες, εργάτες- οικοδόμοι. Δεν υπήρχε μαζική και ευρύτερη συμμετοχή από τους πολίτες, όχι. Και λόγω φόβου, αλλά και επειδή δεν είχαν δυνατότητες επικοινωνίας και ελεύθερης ενημέρωσης.
Υπήρχε όμως γενική η πεποίθηση και η αίσθηση στον κόσμο ότι τα πράγματα δεν τα πειράζουμε εμείς και δεν μπλέκουμε γιατί θα την πληρώσουμε.
«Με γεγονότα όπως το Πολυτεχνείο και άλλα, η Ελλάδα μετέπειτα απέκτησε κάποια σημασία στη παγκόσμια σκακιέρα- Αναδείχθηκαν πολιτικά προβλήματα σε διεθνές επίπεδο»
–Δικαιώθηκαν οι προσδοκίες της γενιάς σας;
Νομίζω ότι δικαιώθηκαν, διότι η Ελλάδα πήρε μια άλλη ταχύτητα στην εξέλιξή της. Η ανάπτυξη και η εξέλιξη της χώρας έγινε πιο σοβαρή και πιο σωστή, είχαμε και μια μεγαλύτερη σημασία πλέον- πολιτικά πια- για τον ξένο παράγοντα. Η Ελλάδα πριν από όλα αυτά ήταν μια περιφερειακή- ανύπαρκτη χώρα. Με το γεγονός του Πολυτεχνείου και με κάποια άλλα, αναδείχθηκε η Ελλάδα και έδειξε ότι μπορεί να έχει πλέον κάποιο ρόλο σε μια παγκόσμια σκακιέρα, έγινε μια υπολογίσιμη δύναμη. Αυτό θεωρώ ότι το κατάφερε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ανέδειξε τα πολιτικά προβλήματα σε διεθνές επίπεδο, το τι επικρατούσε στην Ελλάδα.
Το Πολυτεχνείο λειτούργησε ως βραδύκαυστο φιτίλι για όσα έγιναν και στη συνέχεια, με τραγική κατάληξη το Κυπριακό με αποκλειστική ευθύνη του Σαμψών. Μετά όμως ήρθε η Μεταπολίτευση. Έπεσε στην πράξη η 7χρονη τυραννία.
–Τι απαντάτε σε όλους αυτούς που λένε ότι η γενιά του Πολυτεχνείου κατέστρεψε τη χώρα;
Πολλοί άνθρωποι βγήκαν από αυτή τη γενιά που πάτησε πάνω στις δάφνες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και έγιναν παράγοντες της πολιτικής ζωής σε όλα τα κόμματα, είναι γεγονός. Αυτοί δηλαδή οι οποίοι κεφαλαιοποίησαν αυτό το γεγονός σε προσωπικό επίπεδο. Ο κόσμος ξέρει ποιοι είναι.
Δεν είναι όμως όλοι. Είναι λάθος συλλήβδην να κατηγορούμε μια ολόκληρη γενιά. Υπήρξαν και πολλά άτομα που συμμετείχαν στα γεγονότα και μετά διέγραψαν λαμπρή πορεία στον χώρο όπου ο καθένας δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά. Επιστήμονες κτλ.
Ποιος θα ξεχάσει ας πούμε εκείνες τις ημέρες τον Παυλάκη, τον φοιτητή ιατρικής που ήταν στο ιατρείο του Πολυτεχνείου το βράδυ που έρχονταν άνθρωποι ματωμένοι και έκανε τα πάντα για τις πρώτες βοήθειες; Είχε γίνει κόκκινος από τα αίματα…! Υπήρχαν άνθρωποι πρωταγωνιστές τότε, τους οποίους δεν τους ήξερε κανείς μετά ή- τέλος πάντων- λίγοι…
Ποιος θα ξεχάσει επίσης την Πέπη την Ρηγοπούλου; Της έσπασε τα πόδια η πόρτα που έπεσε από το τανκ. Πραγματική αγωνίστρια.
–Σήμερα υπάρχει η ανάγκη για «νέα Πολυτεχνεία»; Ένα μήνυμα θα θέλαμε για τους ανθρώπους που βρίσκονται τώρα στην ηλικία που ήσασταν εσείς τότε…
Πιστεύω ότι πάντοτε είναι απαραίτητη η τρέλα των νέων ανθρώπων. Οι οποίοι μπορεί να μην υπολογίζουν τις κάννες των όπλων, τους πυροβολισμούς, τα τανκ κτλ. Πράγματι χρειάζεται.
Να ξέρουν όμως οι νέοι άνθρωποι ότι δεν πρόκειται να ζήσουν την ίδια εποχή. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Σε όλα. Τώρα οι αγώνες θα πρέπει να γίνονται με νέες μορφές.
Θα πρέπει να περάσουν χρόνια επίσης για να αποφανθεί η ιστορία ώστε να καταλάβουν όλοι τι συνέβη ακριβώς τότε, το ΄73. Τώρα μόλις, για τα τότε γεγονότα, γίνεται μια αποτίμηση πιο ψύχραιμη. 50 χρόνια μετά.
Να πω τέλος και κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση. Βγήκε ο Κ. Λαλιώτης και είπε τις προάλλες ότι ο Κων/νος Καραμανλής δεν βγήκε ποτέ να πει μια κουβέντα για το Πολυτεχνείο. Ναι, δεν βγήκε γιατί ήταν σεμνός. Και ήταν σεμνός γιατί κατάλαβε ότι κι αυτός που βρέθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργός, γυρίζοντας από το Παρίσι, εν πολλοίς, το οφείλει σε αυτούς τους ανθρώπους του Πολυτεχνείου. Είναι αυτονόητο πιστεύω.
Επιμέλεια: Δημήτρης Κυριακού
-Φωτό από: fotoartmagazine.gr