Με ένα εκτενές αφιέρωμα στο πολιτικό Κέντρο στην Ελλάδα αναρτήθηκε σήμερα στον ιστότοπο της Βουλής των Ελλήνων το νέο, 44ο τεύχος του περιοδικού της Βουλής “Επί του… περιστυλiου!”.
Ειδικότερα, για την ταυτότητα και την πολιτική φυσιογνωμία του πολιτικού Κέντρου αλλά και για τη διεκδίκησή του ως πολιτικού χώρου από τις πολιτικές δυνάμεις γράφουν:
- Οι πολιτικοί Ντόρα Μπακογιάννη (ΝΔ), Γιάννης Δραγασάκης (ΣΥΡΙΖΑ), και Κώστας Σκανδαλίδης (ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής)
- Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Γιάννης Καραγιάννης (Παν. Κρήτης), Νικόλας Σεβαστάκης (ΑΠΘ), Δημήτρης Σωτηρόπουλος (Παν. Πελοποννήσου) και Αριστείδης Χατζής(ΕΚΠΑ)
- Τα στελέχη εταιριών δημοσκοπήσεων και ερευνών Δημήτρης Μαύρος (ΜRB Hellas), Γαβριήλ Σακελλαρίδης (Εteron) και Στράτος Φαναράς (ΜΕΤRON Analysis).
Μέσα από τις σελίδες του αφιερώματος αναδεικνύεται μια ιδιότυπη αντιπαράθεση των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων για τον κεντρώο χώρο, που όλοι αναγνωρίζουν ότι αριθμητικά είναι κοινωνική πλειοψηφία, με βάση την αυτοτοποθέτηση των πολιτών στον άξονα δεξιά – αριστερά. Ακολουθούν συνοπτικά οι απόψεις τους.
ΝΤ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: Κατακτήσαμε το “ανήσυχο” Κέντρο.
Η πρ. υπουργός και βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη στο άρθρο της, αφού υπενθυμίζει ότι το πώς οριοθετείται το πολιτικό Κέντρο εξαρτάται από την πολιτική συγκυρία, επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό Κέντρο, αυτό του ορθολογικού, του βιώσιμου πολιτικού σχεδιασμού. Ένα νέο πολιτικό Κέντρο που είναι ανοιχτό σε νέες ιδέες, που επιζητά και επιβραβεύει την υπευθυνότητα, τη σταθερότητα, την αξιοπιστία, την τόλμη και την αποτελεσματικότητα, χωρίς να αρνείται το πολιτικό κόστος που ενδεχομένως τα συνοδεύει».
Και προσθέτει: «Τρία χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει το πολιτικό του στίγμα, αξιοποιώντας δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, χωρίς κομματικές περιχαρακώσεις. Ισχυροποιώντας του θεσμούς της δημοκρατίας και παρουσιάζοντας όραμα, σχέδιο και μετρήσιμα αποτελέσματα κατάφερε να καλύψει το λεγόμενο πολιτικό Κέντρο, το οποίο αναμφίβολα έχει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Υιοθέτησε πολιτικές σε κρίσιμους τομείς, όπως το περιβάλλον, η παιδεία, οι εργασιακές σχέσεις, οι οποίες ταράζουν τα λιμνάζοντα νερά και απαντούν στις ανησυχίες των πιο δυναμικών τμημάτων της κοινωνίας. Έδωσε το στίγμα μιας Ελλάδας ευρωπαϊκής, σύγχρονης και ανταγωνιστικής, η οποία με αυτοπεποίθηση, με ρόλο και λόγο, μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής, σε ένα άρδην μεταβαλλόμενο περιβάλλον.»
Όσον αφορά την παράταξή της υποστηρίζει πως: «Αναζητώντας τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές σε θεμελιώδη ζητήματα, η κεντροδεξιά παράταξη έγινε πιο πρακτική, πιο προοδευτική και πιο ευέλικτη στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται, καλύπτοντας έτσι και το χώρο του «ανήσυχου» κέντρου. Απέδειξε ότι αντιλαμβάνεται ότι η πρόοδος της χώρας είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη, όχι μόνο με οικονομικούς αλλά και με κοινωνικούς όρους».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Η προσέγγιση του Κέντρου δεν σημαίνει μετάλλαξη της αριστεράς σε «κεντρώο» κόμμα.
Ο πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκης πιστεύει ότι «το Κέντρο δεν υπάρχει ως μια αυθύπαρκτη πολιτική ιδεολογία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από άλλες, αλλά επικαθορίζεται από τους κυρίαρχους συσχετισμούς και με την έννοια αυτή σηματοδοτεί την κυρίαρχη κατεύθυνση προς την οποία κινείται ο πολιτικός ανταγωνισμός».
Επισημαίνει μάλιστα, μεταξύ άλλων, ότι «όσο εντείνεται το φαινόμενο της απομάκρυνσης των πολιτών από τα πολιτικά κόμματα και από συνεκτικές ιδεολογικές συγκροτήσεις, τόσο γεμίζει ο χώρος του Κέντρου από μία υποτιθέμενη μετριοπάθεια, η οποία τροφοδοτείται από την άρνηση της κομματικής-ιδεολογικής στοίχισης και άρα δεν συνιστά μια άλλου τύπου ιδεολογία. Η ευκολία με την οποία αρκετοί πολίτες τοποθετούν εαυτούς στο χώρο του Κέντρου είναι σίγουρα σύμπτωμα της κρίσης της πολιτικής. Σε μια φάση που βαθαίνει η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και τις δημοκρατικές διαδικασίες, είναι αναμενόμενο να επιλέγεται η πιο ‘‘μεσαία’’ ή ‘‘κεντρώα’’ θέση, απέναντι σε έναν διάχυτα απαξιωμένο κομματικό ανταγωνισμό. Καλλιεργείται ο φόβος ότι η πολιτική αντιπαράθεση, ο ανταγωνισμός, η σύγκρουση ανάμεσα σε εναλλακτικά πολιτικά σχέδια δεν είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας αλλά αντίθετα κίνδυνος για τη συνοχή, τη σταθερότητα και τη λεγόμενη υπεύθυνη διακυβέρνηση. Ωστόσο, αν υπάρχει κάτι ζωτικό στη δημοκρατία είναι η δυνατότητα πολιτικής διαπάλης και η πολιτικοποίηση των πολιτών, το να μπορούν οι πολίτες να διαμορφώνουν απόψεις για τα δημόσια προβλήματα και να ενεργοποιούνται για την προώθηση των απόψεών τους. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως η σημερινή, η πολιτική κατακλύζεται από διλήμματα και εμπλοκές που δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς σαφείς επιλογές που συχνά συνεπάγονται ρήξεις και υπερβάσεις. Γι’ αυτό η υποχώρηση του αριστερού ριζοσπαστισμού δεν καλύπτεται από τις δυνάμεις της «μετριοπάθειας» αλλά από εκείνες του δεξιού λαϊκισμού και της ακροδεξιάς. Η επιμονή να προβάλλεται ένα πολιτικό κέντρο, το οποίο θα αναπαράγει με όρους μιας επίπλαστης κανονικότητας εκδοχές της κυρίαρχης πολιτικής που διευρύνει τις ανισότητες, στην πραγματικότητα απελευθερώνει δυνάμεις προς την άκρα Δεξιά».
Καταλήγοντας προειδοποιεί ότι «η «προσέγγιση του Κέντρου» από τη σκοπιά της Αριστεράς δεν σημαίνει μετατόπιση ή μετάλλαξη της Αριστεράς σε ένα «κεντρώο» κόμμα, ούτε παθητική υπόκλιση σε κάθε προδιαμορφωμένη πεποίθηση του κεντρώου χώρου, αλλά ειλικρινή και ουσιαστική συνομιλία με τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώος ή μεσαίος χώρος” και περιγράφει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτός ο διάλογος πρέπει να γίνει: “ Αυτό απαιτεί πρώτον πιο συγκεκριμένη επεξεργασία και ευκρίνεια του δικού της σχεδίου, έτσι ώστε αυτό να αναγνωρίζει, να λαμβάνει υπόψη του και να απαντά πειστικά σε προβλήματα, ερωτήματα, ακόμη και σε απαιτήσεις πολιτικής αισθητικής του συγκεκριμένου χώρου. Δεύτερον, απαιτεί διαρκή πάλη για την ανατροπή και την απώθηση νεοφιλελεύθερων όσο και αναχρονιστικών, ανορθολογικών συντηρητικών επιρροών. Τρίτον την ανάδειξη των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για τη επίλυση των κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων με όρους μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας και της αντίστοιχης προοδευτικής στρατηγικής για έξοδο από την κρίση».
ΚΩΣΤΑΣ ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ: Αντιπαρατίθεται η νεοδεξιά με τη λαϊκίστικη αριστερά και ανάμεσά τους προβάλλει η σοσιαλδημοκρατική προοπτική.
«‘‘Κέντρο’’ χωρίς επιθετικό προσδιορισμό δεν συνιστά πολιτικό χώρο. Δεν προσδιορίζει ταυτότητα, ούτε εκφράζει πρόταση διακυβέρνησης για τη χώρα. Από άποψη πολιτικής συμπεριφοράς, στοιβάζονται σ’ αυτό οι ανένταχτοι, οι αναποφάσιστοι, οι κυμαινόμενοι, οι αποστασιοποιημένοι από τα οργανωμένα κόμματα, οι δυνάμεις της αποχής. Από άποψη κοινωνικής αντιστοίχισης μια παραδοσιακή «ταξική ανάγνωση», ξεπερασμένη πια από τα πράγματα, οριοθετεί τα «μικρομεσαία» στρώματα ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα. Είναι μια αντιστοίχιση μηχανιστική και απλουστευτική που αδυνατεί με τον στατικό της τρόπο να περιγράψει την κοινωνική κινητικότητα και δυναμική, σε μια ιδιαίτερα σύνθετη και ραγδαία μεταβαλλόμενη πραγματικότητα» ξεκαθαρίζει από την αρχή ο Κώστας Σκανδαλίδης. Και συμπληρώνει: «Εκ των πραγμάτων και επειδή τα κόμματα εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά, ο χώρος του ‘‘Κέντρου’’ γίνεται το ‘‘μήλο της έριδος’’. Άλλοτε ριζοσπαστικοποιείται, άλλοτε συντηρητικοποιείται, διαμορφώνοντας κυρίαρχες τάσεις και διασφαλίζοντας πολιτικές πλειοψηφίες. Η σταδιακή μετεξέλιξη της παραδοσιακής αντιπαράθεσης Δεξιά-Αριστερά σε Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά έρχεται ως φυσικό επακόλουθο. Ούτε όμως αυτή η αντιπαράθεση συνιστά και αντιπαράθεση πολιτικών ταυτοτήτων με τη στενή έννοια του όρου».
Προσάπτει στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ προσπάθεια διεκδίκησης ενός χώρου που παραδοσιακά ανήκει στο ΠΑΣΟΚ υποστηρίζοντας: «Επανερχόμενοι στην πολιτική συζήτηση που αφορά τη χώρα μας, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενοι από τις αντίθετες κατευθύνσεις, συνομολογούν αυτή τη μετατόπιση και διεκδίκηση στο όνομα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η ΝΔ, η κατεξοχή συντηρητική παράταξη της χώρας, με δομές παραδοσιακής δεξιάς με συμμετοχή ακραίων δεξιών δυνάμεων, με διακυβέρνηση συγκεντρωτική και εκπροσώπηση συγκεκριμένων συμφερόντων, επιχειρεί να εμφανίσει ένα πρόσωπο πολιτικού φιλελευθερισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενος από μια διακυβέρνηση μετώπου με ακροδεξιές δυνάμεις και με πρακτικές ακραίου λαϊκισμού, επιχειρεί να εμφανίσει ένα πρόσωπο σοσιαλδημοκρατικό. Και οι δυο ερίζουν σε ένα χώρο που ιστορικά, πολιτικά, και κοινωνικά κινείται και κυριαρχεί, για πολλές δεκαετίες με ελάχιστα διαλείμματα, η προοδευτική και δημοκρατική παράταξη. Είτε στο όνομα του εκσυγχρονισμού του Τρικούπη, είτε στο όνομα του πολιτικού φιλελευθερισμού του Ελ. Βενιζέλου, είτε στο όνομα της Κοινωνικής Αλλαγής του Α. Παπανδρέου».
Και καταλήγει: «Η υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ για πολλά χρόνια άφησε ελεύθερο το πεδίο. Αρχικά εμφανίστηκαν στο χώρο κόμματα, κινήσεις, σχήματα χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης. Η θεαματική επιστροφή του ΠΑΣΟΚ τείνει να αλλάξει το τοπίο της διπολικής αναμέτρησης στο χώρο της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στις εκλογές δεν αντιπαρατίθενται ούτε η ουδέτερη τεχνοκρατία απέναντι στην πολιτική, ούτε η αντιπαράθεση πολιτικών κομμάτων χωρίς ταυτότητα. Αντιπαρατίθεται η νεοδεξιά με τη λαϊκίστικη αριστερά και ανάμεσά τους προβάλλει η σοσιαλδημοκρατική προοπτική».