Εντυπωσιακή αύξηση της τάξης του 77% στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) πέτυχε η Ελλάδα το 2020, με βάση μία από τις εγκυρότερες και επιδραστικότερες έρευνες διεθνώς, την Ernst & Young (ΕΥ) Competiveness Survey2021.
Η Ελλάδα κατέγραψε σημαντικό άλμαπροσελκύοντας 39 άμεσες ξένες επενδύσεις το 2020 έναντι 22 άμεσων ξένων επενδύσεων το 2019 και 11 ΑΞΕ που ήταν ο μέσος όρος κατ’ έτος στην 20ετία 2000-2019. Την ίδια περίοδο οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 13%(τα στοιχεία προέρχονται από την EY EuropeanInvestment Monitor -ΕΙΜ, μία εκτεταμένη βάσηδεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ και παρακολουθεί τις επενδύσεις σε έργα που δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις και νέες θέσεις εργασίας).
Το 2020 η Ελλάδα αντιπροσώπευε το 0,70% του συνόλου των ΑΞΕ στην Ευρώπη, έναντι 0,34% το 2019 και μέσου όρου 0,28% την προηγούμενη εικοσαετία και έτσι κατατάχθηκε, για πρώτη φορά, στην 23η θέση μεταξύ των 51 χωρών που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων του ΕΙΜ από την 29η θέση το 2019 και την 35η το 2018.
Για πρώτη φορά, επίσης, η Ελλάδα κατατάχθηκεμεταξύ των 10 πιο ελκυστικών προορισμών για ξένες επενδύσεις και συγκεκριμένα στην
8η θέση με το 10% των ερωτώμενων στην έρευνα της EY να αναφέρουν την Ελλάδα μεταξύ των τριών χωρών που θεωρούν ως ελκυστικότερες για το 2021, αμέσως μετά τις έξι ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης και το Βέλγιο.
Στην ίδια έρευνα, στην οποία μετείχαν 253 επιχειρήσεις, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην πρώτη θέση στην Ευρώπη με το 75% των ερωτώμενων να εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία (στο 69% το αντίστοιχο ποσοστό πέρυσι).
Παράλληλα, το 62% των επιχειρήσεων του δείγματος έναντι 38% πέρυσι, ανέφεραν ότι έχει βελτιωθεί η άποψή τους για την Ελλάδα ως ένα μέρος που η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.
Επιπρόσθετα,
-Το 71% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, εφαρμόζει μια πολιτική ελκυστικότητας που προσελκύει παγκόσμιους επενδυτές, γεγονός που, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «φανερώνει ότι η βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας αποδίδεται από τους επενδυτές στην άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών και όχι, όπως πιθανότατα συνέβαινε το 2019, στη χρονική συγκυρία και τη λήξη μίας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας.
–Το 70% δηλώνει ότι θα προχωρήσουν κανονικά τα επενδυτικά τους σχέδια στην Ελλάδα (61%) ήκαι θα τα αυξήσουν (9%).
-Το 57% αναφέρει ότι η διαχείριση της κρίσης από την Ελλάδα, έχει επηρεάσει θετικά την άποψή τους για την ελκυστικότητα της χώρας.
Όσον αφορά στα συγκριτικά πλεονεκτήματα τηςΕλλάδας όπως τα αντιλαμβάνονται οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές, στους 15 από τους 17επιμέρους δείκτες που συμπεριλαμβάνονταν και στη σχετική ερώτηση στην έκθεση του 2020, οιθετικές απόψεις έχουν αυξηθεί.
Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση κατά 12% στις υποδομές μεταφορών και logistics (το 76% των ερωτηθέντων τις αξιολογεί ως συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας) και κατά 4% στιςΥποδομές τηλεπικοινωνιών / ψηφιακές υποδομές (73%) και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (70%). Πρώτο σε αξιολόγηση συγκριτικό πλεονέκτημα παραμένει ηποιότητα ζωής (78%)
Ταυτόχρονα, το 86% των επενδυτών, έναντι 67%πριν έναν χρόνο, ανέφεραν ότι θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα, αν η Ελλάδα αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που εντοπίζονται.
Ως τρεις κορυφαίες προτεραιότητες για τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας, οι επενδυτές του δείγματος ιεράρχησαν
–τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού(38%),
-την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας (33%)
– και τη μείωση του φορολογικού καιασφαλιστικού κόστους που επωμίζονται οι επιχειρήσεις (33%).
O Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης δήλωσε:
«Όταν ανέλαβα την ευθύνη του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, πριν από δύο χρόνια, έθεσα ως δημόσιο στόχο μου να μετατρέψω την Ελλάδα στην πιο φιλική επιχειρηματικά χώρα της Ευρώπης. Δυο χρόνια μετά, οι σημερινές ανακοινώσεις της Ernst & Young για την πορεία των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της υπουργικής μου θητείας, νομίζω δικαιώνουν τους έως τώρα κόπους όχι μόνο τους δικούς μου αλλά όλης της Κυβερνήσεως και όλης της ομάδας στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Με την ίδια ζέση και την ίδια εργατικότητα θα συνεχίσουμε και το επόμενο διάστημα της θητείας μας ώστε να φτάσουμε στον τελικό μας στόχο: να κάνουμε τη ζωή των Ελλήνων πολιτών καλύτερη».