Η Χίος, τα Τρίκαλα, η Σπάρτη, το Θύρρειο και η Ερμιόνη αποκτούν νέα ή αναβαθμισμένα αρχαιολογικά μουσεία μετά τη θετική γνωμοδότηση του κτηριολογικού τους προγράμματος από το Συμβούλιο Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Αρχαιολογικό Μουσείο Χίου
Το κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Χίου έργο των αρχιτεκτόνων Σουζάνας Αντωνακάκη, Δημήτρη Αντωνακάκη και Ελένης Δεσύλλα, προέκυψε μετά από την διάκριση της μελέτης τους με Α΄ Βραβείο σε Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό το 1965. Το κτήριο έχει θεωρηθεί πρότυπο και η μελέτη έχει δημοσιευθεί πολλές φορές από την εποχή της υλοποίησής του μέχρι σήμερα σε ελληνικά και ξένα βιβλία και περιοδικά. Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου την εποχή της κατασκευής του ήταν η προσαρμογή στα δεδομένα του εδάφους και του περιβάλλοντος, η δυνατότητα ανεξάρτητων εισόδων στο Μουσείο, στις περιοδικές εκθέσεις και στα εργαστήρια μέσα από ελεγχόμενους υπαίθριους χώρους – εσωτερικές αυλές, η συσχέτιση κλειστών και ανοικτών χώρων στις αίθουσες εκθέσεων του Μουσείου.
Συν τω χρόνω στο κτήριο έγιναν ποικίλες παρεμβάσεις που αλλοίωσαν τον χαρακτήρα και τον αρχικό σχεδιασμό του, όπως, κάλυψη των αυλών με πρόχειρες μεταλλικές οροφές και ψευδοροφές, σφράγιση των παραθύρων εσωτερικά και δημιουργία ενός περίκλειστου περιβάλλοντος ανακυκλούμενου αέρα, κατάργηση της αίθουσας πολλαπλών χρήσεων και μετατροπή της σε πολυδιασπασμένο αποθηκευτικό χώρο. Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού σήμερα είναι η επέκταση του κτηρίου σε εκθεσιακούς και αποθηκευτικούς χώρους με απόλυτο σεβασμό στον αρχικό σχεδιασμό του, η ενεργειακή αναβάθμιση του κτηρίου, η αποκατάσταση των αυλών, η εξασφάλιση προσβασιμότητας στο σύνολο του κτηρίου από ΑΜΕΑ, η αποκατάσταση του χώρου των περιοδικών εκθέσεων και απόδοσή του στην πλατεία εισόδου και στην πόλη για εκδηλώσεις.
Το υφιστάμενο κτήριο αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες, σε 2.520 τ.μ. Σύμφωνα με το κτηριολογικό πρόγραμμα που εκπονήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χίου και την Διεύθυνση Μελετών και Εκτέλεσης Έργων Μουσείων και Πολιτιστικών Κτηρίων του ΥΠΠΟΑ, το εμβαδόν της επέκτασης, στην οποία θα στεγαστούν νέοι εκθεσιακοί και αποθηκευτικοί χώροι, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και τεχνικές εγκαταστάσεις, υπολογίζεται σε επιπλέον 1.960 τ.μ. Η μελέτη της επέκτασης και της αποκατάστασης του Μουσείου εκπονείται από τον πρώτο μελετητή, τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη. Στόχος είναι το σύνολο των μελετών να ολοκληρωθούν εντός του 2021, προκειμένου το έργο να ενταχθεί το 2022 σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
Διαχρονικό Μουσείο Τρικάλων
Το Διαχρονικό Μουσείο Τρικάλων εντάσσεται στο πρόγραμμα μετατροπής του πρώην στρατοπέδου Πούλιου σε μουσειακό πυρήνα της πόλης, με τη δημιουργία εκτός του συγκεκριμένου Μουσείου, του Διαδραστικού Μουσείου Τεχνολογίας και την ανάδειξη του Λόφου Προφήτη Ηλία, έπειτα από την υπογραφή –τον Δεκέμβριο 2020- σύμβασης εκμίσθωσης για 99 χρόνια μεταξύ των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Πολιτισμού και Αθλητισμού και του δήμου Τρικκαίων.
Το κτήριο που θα στεγάσει το Διαχρονικό Μουσείο είναι υφιστάμενο κτήριο (πρώην Ταξιαρχία Υποστηρίξεως-ΤΑΞΥΠ) και αποτελείται από μία επιμήκη πτέρυγα με ισόγειο και επιπλέον τρεις στάθμες εμβαδού 1.000 τ.μ. Σύμφωνα με το κτηριολογικό πρόγραμμα, που εκπονήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Τρικάλων και την αρμόδια Διεύθυνση του ΥΠΠΟΑ στο κτήριο της ΤΑΞΥΠ, αλλά και στον άμεσα περιβάλλοντα χώρου του, έκτασης 4.74 στρεμμάτων, προβλέπεται να αναπτυχθεί η ιστορία και η αρχαιολογία της πόλης από την απώτατη αρχαιότητα ως τους νεώτερους αιώνες.
Είναι πολύ σημαντικό που στην περίπτωση των Τρικάλων αξιοποιείται υπάρχον κτηριακό απόθεμα. Δεν επιβαρύνεται η πόλη με καινούργια δόμηση, αντίθετα, στη λογική της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, προστατεύεται το κτηριακό απόθεμα, το οποίο είναι συνδεδεμένο με συγκεκριμένη δραστηριότητα και ιστορία, η οποία περιλαμβάνεται στο εκθεσιακό πρόγραμμα. Οι μελέτες για την αποκατάσταση του κτηρίου και τη μετατροπή του σε διαχρονικό μουσείο περιλαμβάνονται στη δεξαμενή των μελετών ωρίμανσης που εκπονούν οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, προκειμένου το έργο της επισκευής και της μετατροπής του κτηρίου σε μουσειακό χώρο να υλοποιηθεί στην επόμενη χρηματοδοτική περίοδο 2021-2027.
Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης είναι το πρώτο μουσειακό ίδρυμα εκτός Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1875 στο νεοκλασικό κτήριο που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Κατσαρού. Το 1876 δέχθηκε την αρχαιολογική συλλογή των 288 αρχαίων αντικειμένων που είχε συγκεντρώσει από το 1872 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Παναγιώτης Σταματάκης, ενώ στο πέρασμα των χρόνων, η συλλογή εμπλουτίστηκε. Έπειτα από τις επεκτάσεις, που ολοκληρώθηκαν το 1936, το κτήριο του Μουσείου διαθέτει συνολικά επτά αίθουσες. Τόσο το κτήριο με τον κήπο που το περιβάλει έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Η αναβάθμιση του Μουσείου, περιλαμβάνεται στη Σύμβαση Δωρεάς μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την υπόγεια επέκταση και ολική αναβάθμιση του Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης, ύψους 4.550.000 ευρώ. Στη γνωμοδότησή του το Συμβουλίου Μουσείων έλαβε υπόψη την εγκριθείσα μουσειολογική μελέτη, τον Σεπτέμβριο 2020, η οποία εκπονήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, με τα δεδομένα της προκαταρκτικής μελέτης δωρεάς του ΙΣΝ, καθώς και τη μελέτη του κτηριολογικού προγράμματος που εκπονήθηκε από το γραφείο του Renzo Pianο.
Το παρόν Μουσείο θα συμπληρώνει και θα συλλειτουργεί με το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, που πρόκειται να στεγαστεί στο κτήριο της ΧΥΜΟΦΙΞ. Ήδη είναι σε εξέλιξη η εκπόνηση των οριστικών μελετών αποκατάστασης του κτηρίου στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Περιφέρειας Πελοποννήσου, προκειμένου το ίδιο το έργο να ενταχθεί στο επόμενο ΕΣΠΑ 2021-2027.
Αρχαιολογικό Μουσείο Θυρρείου
Το κτήριο του υφιστάμενου Αρχαιολογικού Μουσείου Θυρρείου βρίσκεται στη βόρεια είσοδο της κοινότητας Θυρρείου σε απόσταση περίπου 12 χιλ. ΒΑ της Βόνιτσας. Αποτελεί το μοναδικό Μουσείο στην περιοχή της Ακαρνανίας και είναι ένα από τα τρία Μουσεία της Αιτωλοακαρνανίας. Κατασκευάστηκε την περίοδο 1961-63, σε παραχωρημένο από την Τ.Κ. Θυρρείου οικόπεδο, συνολικού εμβαδού περίπου 1.914 τ.μ.
Το υφιστάμενο κτήριο αποτελείται ουσιαστικά από 8 χώρους καθαρού εμβαδού 139,10 τ.μ. και μικτού 200 τ.μ. Σύμφωνα με την πρόταση της αρμόδια Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας, προβλέπεται διπλασιασμός του κτηρίου εμβαδού μικτής επιφάνειας 400 τ.μ. καθώς και υπόγεια επέκταση έως 200 τ.μ., προκειμένου να εκτεθούν τα σημαντικότερα ευρήματα από τις ανασκαφικές έρευνες του αρχαίου Θυρρείου, ανάμεσα στα οποία και πολλές επιγραφές με σημαντικότερη αυτή της συνθήκης Αιτωλών και Ρωμαίων του 212 π.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ερμιόνης
Το κτήριο λειτούργησε ως Δημοτικό Σχολείο από το 1932 έως το 1999. Κατόπιν στέγασε το Δημαρχείο Ερμιόνης από το 1999 έως και το 2010. Σήμερα στεγάζει υπηρεσίες της Δημοτικής Ενότητας Ερμιόνης, μεταξύ των οποίων το ΚΕΠ, το Λιμενικό Ταμείο Ερμιονίδας και το Πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι». Πρόκειται για υπερυψωμένο ισόγειο κτίσμα πλησίον παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 4ου αιώνα, το οποίο προβλέπεται να λειτουργήσει ως κέντρο προβολής και ανάδειξης της μακραίωνης ιστορίας της πόλης, αλλά και αφετηρία της αστικής πολιτιστικής διαδρομής και περιήγησης στην ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας και της Αργολίδας.
Με τη νέα πρόταση για αλλαγή χρήσης σε Αρχαιολογικό Μουσείο, διατηρώντας την υφιστάμενη διαρρύθμιση στο εσωτερικό του κτιρίου, οργανώνεται η λειτουργία του σε τρείς αίθουσες έκθεσης, μία αίθουσα πολυμέσων, ένα χώρο γραφείου, προθάλαμο που θα λειτουργεί παράλληλα και ως χώρος περιοδικών εκθέσεων, χώρους υγιεινής, αποθήκη και βοηθητικούς χώρους. Το συνολικό καθαρό εμβαδόν ανέρχεται στα 383,83 τ.μ. σύμφωνα με το κτηριολογικό πρόγραμμα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας.
Η Ερμιόνη, με μακρά και αδιάλειπτη ιστορική παρουσία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρουσιάζει σημαντικά ορατά κατάλοιπα μέσα στον αστικό ιστό της. Ετσι, στόχος της δημιουργίας του μουσείου είναι η ανάδειξη των σημαντικών της μνημείων και η προβολή τους μέσα από μία διδακτική μουσειακή παρουσίαση που θα περιλαμβάνει επιλεγμένα αρχαία αντικείμενα, τα οποία έχουν βρεθεί σε ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στην περιοχή, όπως και πλούσια πληροφόρηση με χρήση ψηφιακών εφαρμογών.
H Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη με αφορμή την θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου δήλωσε τα εξής:
«Τα Μουσεία δεν είναι μόνον χώροι έκθεσης θησαυρών, που έρχονται στο φως από το μοναδικό πολιτιστικό απόθεμα κάθε περιοχής της πατρίδας μας. Είναι εστίες παιδείας και δημιουργίας Πολιτισμού, χώροι μελέτης και προβολής της Ιστορίας μας, αλλά και αυτογνωσίας για τους εντόπιους και τους επισκέπτες τους. Είναι, ταυτόχρονα, θύλακες κοινωνικής συνοχής, αλλά και καθοριστικοί παράγοντες ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής τους, προκαλώντας υπερτοπικό ενδιαφέρον, με την ξεχωριστή τους φυσιογνωμία. Είμαι ευτυχής που η Χίος, τα Τρίκαλα, η Σπάρτη, το Θύρρειο και η Ερμιόνη αποκτούν νέα ή αναβαθμισμένα αρχαιολογικά μουσεία που θα στεγάσουν πολύτιμα ευρήματα, που αποκαλύπτει συνεχώς η αρχαιολογική σκαπάνη ή βρίσκονται στις αποθήκες των υπαρχουσών υποδομών, παρουσιάζοντας μία νέα, σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, ανοικτή και προσβάσιμη όχι μόνον στους ειδικούς αλλά και στην κοινωνία. Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού είναι να προχωρήσει το μουσειακό πρόγραμμα, τόσο για την δημιουργία νέων μουσείων -όπου αυτό χρειάζεται μετά από συστηματική αξιολόγηση και μελέτη των δεδομένων- όσο και για αναβάθμιση των υπαρχόντων, ώστε με κάθε νέο που προστίθεται στη μεγάλη αλυσίδα των μουσείων της χώρας μας να προβάλλεται η ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία κάθε τόπου με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο μέλλον της κάθε περιοχής».