Πρόσκληση προς τους εργοδοτικούς φορείς για την υπογραφή νέου ορίου για τον κατώτατο μισθό απέστειλε η ΓΣΕΕ.
Η ΓΣΕΕ ζητά την αποκατάσταση της διαδικασίας των απευθείας συλλογικών διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων, σημειώνοντας ότι η διαδικασία ευθυγραμμίζεται με την προωθούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόταση Οδηγίας «Για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η συγκεκριμένη οδηγία δίνει το δικαίωμα στα κράτη – μέλη να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή αυτής, σε περίπτωση που το αιτηθούν οι κοινωνικοί εταίροι από κοινού.
Ακολουθεί η επιστολή της ΓΣΕΕ προς το ΣΕΒ , τη ΓΣΕΒΕΕ, την ΕΣΕΕ και το ΣΕΤΕ:
«Στο πλαίσιο της από 1/12/2020 απόφασης της Ολομέλειας της Διοίκησής της, η Γ.Σ.Ε.Ε. αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 4 του Ν.1876/90 και να σας καλέσει σε διαπραγματεύσεις, με σκοπό την κατάρτιση και υπογραφή νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, οι όροι της οποίας θα αποτελούν συνέχεια των ρυθμίσεων των προηγούμενων ΕΓΣΣΕ.
Η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, βρίσκει την κοινωνία με ανοιχτές τις πληγές από τα μνημονιακά μέτρα απορρύθμισης της προστασίας της εργασίας και δραματικού περιορισμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε μια εξελισσόμενη περιδίνηση από την κρίση χρέους/διεθνούς δανεισμού και τα «προγράμματα προσαρμογής» στην υγειονομική κρίση της επέλασης της πανδημίας του κορωνοϊού και τους επιβεβλημένους, αλλά σοβαρότατους περιορισμούς της οικονομικής και της κοινωνικής δραστηριότητας. Ήδη με την έλευση του νέου έτους η κοινωνία θα κλείσει ένα χρόνο έκθεσης στην πανδημία του κορωνοϊού, ενώ σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις «η τρέχουσα πανδημία, εκτός από τη μεγάλη εργασιακή ένταση που εμφανώς προκαλεί, αποτελεί και έκφραση μιας συνεχούς απειλής από ιογενείς λοιμώξεις, που θα εξακολουθήσουν να προκαλούνται από γνωστά ή άγνωστα αίτια. Η απειλή αυτή αποτελεί άμεσο κίνδυνο της ζωής και της υγείας των εργαζομένων, ενώ επιπροσθέτως, έχει σημαντική δυσμενή επίδραση στην οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή με συνέπεια ακόμη περισσότερο άγχος και δευτερογενείς επιπτώσεις στην υγεία».
Αποτελεί πάγια θέση της ΓΣΕΕ, δυστυχώς επιβεβαιωμένη με τα «μαύρα» στοιχεία της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία ο ετεροκαθορισμός και της πολιτικής απασχόλησης οδήγησε στη θυσία του βιοτικού επιπέδου και των δικαιωμάτων των εργαζομένων ότι η οικονομία δεν πρόκειται ποτέ να αναταχθεί χωρίς να συνοδεύεται από την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού, που απαιτεί την αποφασιστική αντιμετώπιση της εργασιακής εκμετάλλευσης και της κατάχρησης της ανάγκης για εργασία. Ως εκ τούτου, είναι απόλυτα αναγκαίο ο στόχος της ανάταξης της οικονομίας να συνοδεύεται υποχρεωτικά με τον στόχο της ανάταξης της κοινωνίας και η διαδικασία αυτή να γίνει απαρέγκλιτα με όρους οικονομικής, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης, στη βάση των κανόνων προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά ταυτόχρονα και της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.
Βασικό, ολοκληρωμένο και αυτόνομο σύστημα οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας και ανάπτυξης αποτέλεσε επί σειρά δεκαετιών η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), μέσω της θέσπισης των κατωτάτων ορίων προστασίας της εργασίας και έμπρακτης ανταπόκρισης στην ιστορική «κοινωνική συμφωνία» που επιτεύχθηκε το 1990 μεταξύ όλων των κομμάτων της Βουλής και των κορυφαίων οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων. Η μακροχρόνια συνέπεια και σταθερότητα στον καθορισμό των ελάχιστων μισθολογικών και θεσμικών όρων εργασίας με όρους ισότητας για όλους τους εργαζόμενους στην ελληνική επικράτεια συντέλεσε στην εξέλιξη του εργατικού δικαίου και προσέδωσε στην ΕΓΣΣΕ την αναγνώρισή της ως θεσμού οικονομικής και κοινωνικής προόδου της χώρας και έμπρακτου σεβασμού του Συντάγματος, του Ενωσιακού και του Διεθνούς δικαίου.
Για τη ΓΣΕΕ παραμένει θεμελιώδες αίτημα η κατάργηση των αντεργατικών μνημονιακών νόμων 4093/2012 και 4172/2013 και 4564/2018, με τους οποίους τόσο επί της αρχής όσο και επί της διαδικασίας, στοχοποιήθηκε και αφαιρέθηκε βίαια η αυτόνομη ρυθμιστική εξουσία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου από τις κορυφαίες οργανώσεις εκπροσώπησης της εργατικής και της εργοδοτικής πλευράς, επιβάλλοντας ένα καίριο πλήγμα στη συλλογική αυτονομία μέσω της αποκλειστικής κρατικής ρύθμισης του «νομοθετημένου» πλέον από το 2018 κατώτατου μισθού/ημερομισθίου. Προφανώς η εκτελεστική εξουσία αντιμετώπισε ως ενοχλητικούς ανταγωνιστές της τις ανώτατες συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρά το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί τους είναι αυτοί που βιώνουν την πραγματική και όχι την εικονική οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, έχουν εκλεγεί δημοκρατικά, διαθέτουν επαρκείς υποστηρικτικές δομές και κατά τεκμήριο είναι σε θέση να γνωρίζουν άριστα το γενικότερο δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον της χώρας μας.
Δυστυχώς, η επιθετική αυτή στάση, παρά τις διακηρύξεις για σεβασμό του κοινωνικού διαλόγου και της συλλογικής αυτονομίας, αποδεικνύεται ότι συνεχίζεται με τη διατήρηση της κρατικής παρέμβασης στη διαμόρφωση των κατώτατων αποδοχών των εργαζομένων, παράλληλα με το πάγωμά τους για δύο χρόνια, μετά και την πρόσφατη, αναγκαστική βέβαια λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, δεύτερη μετάθεση της έναρξης για το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου 2021 της διαδικασίας κυβερνητικής/κρατικής διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου και την πρόβλεψη για ολοκλήρωση το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου 2021 (ν. 4764/2020,άρθρο 181).
Σε κάθε περίπτωση η αποκατάσταση του θεσμού της ΕΓΣΣΕ είναι σε πλήρη ευθυγράμμιση και με την προωθούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόταση Οδηγίας «Για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση», σύμφωνα με το άρθρο 13 οποίας (Πρότασης Οδηγίας) ορίζεται ότι « Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το ζητήσουν από κοινού. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα αποτελέσματα που επιδιώκει η παρούσα οδηγία είναι εξασφαλισμένα ανά πάσα στιγμή[1]».
Η ΓΣΕΕ με επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης της για την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην ελληνική επικράτεια και με δεδομένες τις πολλαπλές προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας που αναδείχθηκαν και συνεχίζουν να αναδεικνύονται κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού θεωρεί ότι η ΕΓΣΣΕ οφείλει:
α) να αποκατασταθεί πλήρως ως προς το περιεχόμενο και την καθολικότητα στη δέσμευσή της από πλευράς οικονομικού και θεσμικού περιεχομένου, επαναρρυθμίζοντας και διασφαλίζοντας τον κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο και διαμορφώνοντας εκ νέου τη βάση ασφαλείας για όλους τους εργαζόμενους μέσω του καθορισμού των ελάχιστων ορίων γενικής οικονομικής και κοινωνικής προστασίας
β) να αναδείξει, μέσω των αποτελεσμάτων της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τον κορυφαίο ρυθμιστικό της ρόλο στα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, αυστηρής ανταπόκρισης στα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού ως προς την οργάνωση της εργασίας και της χρήσης τηλεργασίας, πρόβλεψης και διαχείρισης των αλλαγών και των προκλήσεων της ψηφιακής και της πράσινης μετάβασης με σεβασμό και προαγωγή των ατομικών και συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων με βασικό όρο αναφοράς την πλήρη απασχόληση με όρους ισότητας, υγείας και ασφάλειας και σεβασμού της προσωπικής/οικογενειακής ζωής των εργαζομένων και
γ) να αξιοποιηθεί ως μέσο πίεσης προς την Πολιτεία για την έμπρακτη αποκατάσταση του θεσμικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου, ο οποίος έχει περιπέσει σε πλήρη αδράνεια εδώ και μια δεκαετία οδηγώντας σε πολλαπλές μονομερείς παρεμβάσεις του Κράτους σε πεδία, που ανήκουν στη ρυθμιστική ή/και διαχειριστική αυτονομία των εθνικών κοινωνικών εταίρων.
Θεωρούμε ότι κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για την ΕΓΣΣΕ του 2021 πρέπει να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας για τον καθορισμό και μισθολογικών όρων στη νέα ΕΓΣΣΕ στο πλαίσιο των οικονομικών αιτημάτων μας, που σας έχουμε επανειλημμένα γνωστοποιήσει από το 2013 έως το 2018, δηλαδή κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που έχουν γίνει μετά τις νομοθετικές – διοικητικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της ΕΓΣΣΕ 2010-2011-2012.
Η ΓΣΕΕ επιφυλάσσεται να θέσει αναλυτικά και τεκμηριωμένα τα ζητήματα αυτά κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τη νέα ΕΓΣΣΕ, η υλοποίηση των οποίων θεωρούμε ότι θα είναι χρήσιμη στην παρούσα συγκυρία της επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Θα πρέπει να αναζητηθούν σημεία συμφωνίας όσον αφορά σε θεσμικά αιτήματα, καθώς και να προωθηθούν κοινές συμφωνίες προηγούμενων ΕΓΣΣΕ, όπως της συμφωνίας για τη διερεύνηση των προϋποθέσεων ίδρυσης Εθνικού Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Παράλληλα, η ΓΣΕΕ επιφυλάσσεται, εκτός των προαναφερομένων αιτημάτων, να αναπτύξει και προφορικά περαιτέρω διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Σας καλούμε, μέσα στις προθεσμίες που θέτει ο Ν. 1876/90, να ορίσετε τους εκπροσώπους σας για την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Η πρώτη συνάντηση, εφόσον οι υγειονομικοί κανόνες το επιτρέπουν, προτείνουμε να πραγματοποιηθεί στα Γραφεία της ΓΣΕΕ, οδός Πατησίων 69, Αθήνα και οι επόμενες, εφόσον βεβαίως χρειασθούν, μπορούν να πραγματοποιηθούν εκ περιτροπής στα Γραφεία των Οργανώσεών σας διαδοχικώς, όπως έγινε και στα προηγούμενα χρόνια. Σε διαφορετική περίπτωση οι συναντήσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και με τη χρήση των πλέον πρόσφορων ψηφιακών μέσων απομακρυσμένης συμμετοχής».