
Για ύφεση που θα φτάσει το 7,5% το 2020 κάνει λόγο ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας για την ελληνική οικονομία.
Την ίδια στιγμή, η πορεία της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να αντιστραφεί, καθώς αναμένεται να υπάρξει ανάπτυξη που θα ανέλθει στο 5,1%.
Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, η έγκαιρη αποτίμηση των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήσεις και νοικοκυριά αντιδρούν στην άρση των περιοριστικών μέτρων κρίνονται ιδιαίτερης σημασίας για τη λήψη οικονομικών και επιχειρηματικών αποφάσεων σχετικά με την χάραξη πολιτικής.
Όπως αναφέρεται, οι δείκτες που αντέδρασαν άμεσα στις εξελίξεις ήταν οι δέικτες κινητικότητας, τα στοιχεία χρηματοοικονομικών συναλλαγών, καθώς επίσης και το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
Οι συγκεκριμένοι δείκτες, οι οποίοι προέβλεψαν την ύφεση, σημειώνουν βελτίωση των δεδομένων τους τον τελευταίο μήνα.
Κατά συνέπεια, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας καταρτίζει και επικαιροποιεί προβλέψεις του ΑΕΠ, σε συστηματική βάση, με δυο εναλλακτικές μεθοδολογίες, ώστε να αξιοποιήσει τη διαθέσιμη πληροφόρηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Γι’ αυτό, συνδυάζει δείκτες υψηλής συχνότητας και τους παραδοσιακούς δείκτες συγκυρίας.
Κατά την πρώτη μέθοδο, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο -21% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, με το ρυθμό μείωσης, στη συνέχεια, να επιβραδύνεται στο -10,% ετησίως το Μάιο και περαιτέρω στο -4,7% ετησίως τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου. Έτσι, τα στοιχεία φανερώνουν ότι η μέση συρρίκνωση του ΑΕΠ ανήλθε στο 12,% το β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Κατά παρόμοιο τρόπο, η δεύτερη μέθοδος που βασίζεται σε παλινδρόμηση με μεταβλητές μεικτής συχνότητας (MIDAS) υπολογίζει την μέση ύφεση στο 15%.
Συνεπώς, ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί στο -7% ετησίως το β’ εξάμηνο, ενώ θα παρουσιάσει ανάκαμψη σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση σε ποσοστό 7,1% το ίδιο χρονικό διάστημα.
Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις της Εθνικής Τράπεζας δεν συμπεριλαμβάνουν την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.