Υπέρ της έκδοσης ευρω-ομολόγου ύψους 1 τρις ευρώ τάσσονται επτά «σοφοί» της γερμανικής οικονομίας.
Στο κείμενο που συνυπογράφεται από τους επτά υποστηρίζεται ότι η «Ευρώπη πρέπει τώρα να μείνει οικονομικά ενωμένη». Παράλληλα, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αλληλεγγύη που επιδείχθηκε κατά την πετρελαϊκή κρίση του 1974, όταν τότε επιλέχθηκε η λύση της έκδοσης κοινοτικού ομολόγου, στοιχείο που πρέπει να επιβεβαιωθεί στην παρούσα κρίση.
Ακολουθεί το κείμενο των επτά Γερμανών οικονομολόγων:
«Η πανδημία του κορωνοϊού πλήττει σκληρά την Ευρώπη, σε ανθρώπινο και οικονομικό επίπεδο. Οι συνέπειες της κρίσης θέτουν τα συστήματα υγείας μας σε μια ακραία δοκιμασία. Τα δραστικά πολιτικά μέτρα για τη δημόσια υγεία είναι αναπόφευκτα, αλλά μειώνουν την οικονομική δραστηριότητα και θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη εταιρειών και θέσεων εργασίας.
Το κράτος πρέπει να μετριάσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις μέσω της παροχής ρευστότητας και άμεσων μεταφορών κεφαλαίων. Αυτό θα απαιτήσει πολύ υψηλή δημόσια χρηματοδότηση. Όλες οι χώρες πρέπει να είναι σε θέση να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσουν τους πολίτες, να σταθεροποιήσουν την οικονομία και να την αναζωογονήσουν γρήγορα μετά την κρίση.
Προκειμένου αυτό να καταστεί δυνατό για όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της δημοσιονομικής κατάστασης, η Ευρώπη πρέπει να μείνει οικονομικά ενωμένη σε αυτή την κρίση. Οι ισχυροί πρέπει να βοηθήσουν τους αδύναμους. Τώρα είναι η στιγμή να αποδείξει η Ευρώπη ότι είναι πραγματικά αυτό που επικαλείται συχνά, μια «κοινότητα πεπρωμένου».
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αμφισβητούν επί του παρόντος τη βούληση και την ικανότητα των ευρωπαϊκών κρατών. Η απόδοση των ιταλικών δεκαετών ομολόγων έχει ήδη αυξηθεί αισθητά. Ακόμη και αν οι μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού συστήματος, μετά την κρίση του 2008, δείχνουν ότι έχουν αποτέλεσμα και οι τράπεζες είναι πιο σταθερές, η μη προβλέψιμη διάρκεια της κρίσης και οι τεράστιες απώλειες εισοδημάτων που ήδη υπάρχουν εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για το μέλλον. Ένα βασικό δίδαγμα από την τελευταία κρίση είναι ότι απαιτούνται έγκαιρες και προορατικές (προνοητικές / προληπτικές) δράσεις, ώστε να μην υπάρξουν καν, εξαρχής αμφιβολίες για την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και να καταπνιγούν εν τη γενέσει τους οι κερδοσκοπικές επιθέσεις.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός o ηράκλειος άθλος; Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και ο επιμερισμός των κινδύνων μπορούν και πρέπει τώρα να συμβάλουν αποφασιστικά στην επίτευξή του. Η ιστορία δείχνει ότι τα κράτη-μέλη αλληλοϋποστηρίχτηκαν επανειλημμένα σε σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εξέδωσε ένα κοινοτικό ομόλογο για την καταπολέμηση των συνεπειών της πετρελαϊκής κρίσης του 1974.
Οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα ένα σοκ προσφοράς και ζήτησης. Η ύφεση της βιομηχανίας και η ύφεση της κατανάλωσης συμπίπτουν. Υγιείς επιχειρήσεις, με ένα καλό επιχειρηματικό μοντέλο, βλέπουν ξαφνικά τους εαυτούς τους λίγο πριν από την κατάρρευση λόγω σοβαρών προβλημάτων ρευστότητας. Χωρίς τεράστια κρατική βοήθεια, η ανεργία θα αυξηθεί ραγδαία, η κατανάλωση θα περιορισθεί και η κρίση θα κλιμακωθεί. Η στήριξη της ρευστότητας μέσω δανείων, εγγυήσεων και φορολογικών διευκολύνσεων, καθώς επίσης και η μείωση του κόστους εργασίας μέσω παροχής επιδομάτων σε μερικώς απασχολούμενους αποτελούν σημαντικά μέτρα για τη σταθεροποίηση της κατάστασης, αλλά δεν θα επαρκέσουν.
Να εκδοθούν ομόλογα κρίσης 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ
Απαιτείται εκτεταμένη κρατική ενίσχυση, ιδίως για τις πολλές μικρές επιχειρήσεις (ατομικές επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες, μικρές βιοτεχνίες, αυτοαπασχολούμενους), αλλά και για μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι διεθνείς όμιλοι έχουν καλύτερες δυνατότητες για να εξισορροπήσουν την οικονομική τους κατάσταση, αλλά σε περίπτωση συνέχισης της κρίσης και η δική τους κατάσταση θα μπορούσε να γίνει επισφαλής.
Τα απαραίτητα δημοσιονομικά μέτρα υπό την έννοια του «whatever it takes» θα απαιτήσουν πολύ μεγάλα κονδύλια σε όλες τις χώρες. Ωστόσο, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν διαφορετικά περιθώρια δράσης στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Πρέπει να αποφευχθεί να γίνει η κρίση το κορωνοϊού μια δεύτερη κρίση δημοσίου χρέους. Συνεπώς, η σημερινή κρίση χρειάζεται ένα κοινό ισχυρό μήνυμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ότι το να στοιχηματίζουν κατά της ευρωζώνης ή των επιμέρους κρατών-μελών δεν έχει νόημα. Σε σύγκριση με την κρίση του ευρώ, η δημοσιονομική πολιτική υπόκειται σε θεμελιωδώς μεταβληθέντες όρους. Συγκεκριμένα, η απαιτούμενη σήμερα ενίσχυση εκφεύγει της απαίτησης της οικονομικής παροχής υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις (αιρεσιμότητα), η οποία ήταν δικαιολογημένη για τα μέτρα κατά τα έτη από το 2010.
Η στρατηγική την οποία προτείνουμε, βασίζεται σε ομόλογα-κρίσης με συλλογική ευθύνη, η οποία καθιστά έτσι την ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική συνυπεύθυνη. Σε αυτήν (σ.σ.την στρατηγική) περιλαμβάνεται ένας ισχυρός, αλλά συμπληρωματικός ρόλος για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως εγγυήτριας της σταθερότητας των αγορών και της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ έχει ήδη αντιδράσει στα αυξανόμενα ασφάλιστρα κινδύνου για τα ιταλικά κρατικά ομόλογα. Τώρα απαιτείται μια κοινή μη αμφισβητήσιμη δράση των κρατών.
Τα συλλογικά ομόλογα είναι τώρα απαραίτητα για να κατανείμουν το κόστος της κρίσης σε πολλούς ώμους. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βοηθήσει κανείς τις χώρες που πλήττονται περισσότερο και να τις εμποδίσει να αντιμετωπίσουν μια κρίση φερεγγυότητας χωρίς καμιά δική τους υπαιτιότητα. Για το σκοπό αυτό, οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να εκδώσουν, περιοριστικά μόνο, για την αντιμετώπιση αυτής κρίση, συλλογικά ομόλογα ύψους 1.000 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της ευρωζώνης).
Από αυτή τη δεξαμενή μπορούν να υποστηριχθούν κράτη-μέλη αν κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβασή τους στην κεφαλαιαγορά. Λόγω της κοινής ευθύνης, το χρέος των χωρών που πλήττονται περισσότερο θα αυξηθεί σχετικά λίγο. Αποφασιστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης για τη διαχείριση κρίσεων, δηλαδή ένα εφάπαξ μέτρο, όπως το συλλογικό ομόλογο την εποχή της πετρελαϊκής κρίσης. Ο διάρκεια εξόφλησης των ομολόγων πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη. Οι υποχρεώσεις καταβολής τόκων και η αποπληρωμή τους πρέπει να προσανατολίζονται προς τα ομόλογα τα οποία διατηρούν τα κράτη μέλη στο κεφάλαιο της ΕΚΤ.
Τα ομόλογα που δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούσαν επίσης «ασφαλή περιουσιακά στοιχεία» (Safe Assets) για τις τράπεζες της ευρωζώνης. Με αυτόν τον τρόπο θα μειωθεί ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου (doom-loop) μεταξύ των προβληματικών/αφερέγγυων τραπεζών και των αδύναμων δημόσιων οικονομικών.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο προγραμματισμένος όγκος θα διατεθεί στην κεφαλαιαγορά με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Διαφορετικά, θα πρέπει να ελεγχθεί, εάν οι εμπορικές τράπεζες θα εξυπηρετηθούν κατά προτεραιότητα κατά την εγγραφή τους, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να καταθέσουν τα εν λόγω ομόλογα στην ΕΚΤ για αναχρηματοδότηση.
Τέτοια συλλογικά ομόλογα θα ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει ενωμένη την κρίση, ενα μήνυμα το οποίο δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί. Δεν εμφανίζεται ως ικέτης μια μεμονωμένη υπερχρεωμένη χώρα, αλλά οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την κρίση από κοινού. Δεν θα υπάρχει κανένα στίγμα μέσω του δημόσιου χρέους.
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕSM) είναι ένας θεσμός από μια διαφορετική εποχή. Επομένως, δεν πρέπει να αναλάβει δράση στην κατάσταση αυτή. Ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί εάν δεν θα μπορούσε να ανατεθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕSM) η ταχεία και φερέγγυα έκδοση των ομολόγων αλληλεγγύης και η καθοδήγηση της χρηματοδότησης στα κράτη μέλη, χωρίς να υπάρξουν άσκοπες καθυστερήσεις λόγω των περιττών εμποδίων που θα προκαλούσαν οι εθνικές αρμοδιότητες έγκρισης.
Επιπλέον, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση, όπως αποδέσμευσε 750 δισ. ευρώ με το νέο πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, να σταθεροποιήσει τις αγορές ομολόγων. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, μπορεί να αποτρέψει από την αρχή την κερδοσκοπία σχετικά με τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών και συνεπώς την αναχρηματοδότηση παλαιών χρεών. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να τεθούν προσωρινά εκτός ισχύος οι απαιτήσεις/υποχρεώσεις για τα προγράμματα ESM. Αυτό είναι το κεντρικό στοιχείο για τη διασφάλιση της ρευστότητας και της ακεραιότητας των αγορών ομολόγων και παράλληλα ένα συνοδευτικό μέτρο κατά της κερδοσκοπίας.
Συλλογική ευθύνη
Τέλος, θα απαιτηθούν μεγαλύτεροι πόροι για τη δημιουργία ενός δικτύου ασφαλείας για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ. Οι υφιστάμενοι θεσμοί όπως είναι ο ΕSM και οι εμπειρογνώμονές του θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν γι αυτό. Στόχος είναι να υπάρχουν επαρκείς πόροι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Τα διαθέσιμα για το σκοπό αυτό κεφάλαια του ΕSM πρέπει να αυξηθούν από 60 δισ. ευρώ σε 200 δισ. ευρώ. Αυτό θα συνέβαλε στο να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ευρωστία των τραπεζών. Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να είναι ευέλικτος και να συγκροτηθεί τότε μόνο όταν εξαντλούνται οι πόροι του οικείου κράτους μέλους. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποτραπεί η επικίνδυνη αυτοενδυνάμωση των αδύναμων τραπεζών και η μείωση της εμπιστοσύνης της αγοράς στη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών.
Αυτή η κρίση είναι υψηλής και μη προβλέψιμης δυναμικής. Επομένως, χρειάζεται ισχυρά μηνύματα πολιτικής ικανότητας δράσης. Το πρόσφατο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ σηματοδότησε ότι η ΕΚΤ κάνει ό, τι πρέπει να πράξει για να σταθεροποιήσει τις αγορές στη ζώνη του ευρώ. Αλλά η πολιτική βούληση για δράση δεν πρέπει τώρα να αποδυναμωθεί. Αυτή η δυναμική παρατηρήθηκε συχνά στην κρίση του ευρώ: μετά από κάθε αποφασιστική παρέμβαση της ΕΚΤ, οι πολιτικές προσπάθειες μειώθηκαν. Αυτό μας κόστισε ακριβά.
Τώρα επιβάλλεται να μη χαθεί χρόνος. Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση, τόσο σαφέστερες θα γίνουν οι διαφορές στη δημοσιονομική κατάσταση της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο θα διαιρούσε την Ευρώπη, ενώ θα έπρεπε να είναι ενωμένη».
Συνυπογράφουν:
Peter Bofinger, μέλος της επιτροπής σοφών από το 2004 -2019
Sebastian Dullien, διευθυντής του -προσκείμενου στα συνδικάτα- Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών IMK με έδρα το Ντίσελντορφ
Gabriel Felbermayr, Πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW) του Κιέλου
Christoph Trebesch, επικεφαλής του τμήματος χρηματοοικονομικής αγοράς IfW
Michael Hüther, διευθυντής του -προσκείμενου στους εργοδότες- Ινστιτούτου για τη γερμανική οικονομία (IW) της Κολωνίας
Moritz Schularick, Καθηγητής Oικονομικών (Πανεπιστήμιο Βόννης)
Jens Südekum, Καθηγητής Oικονομικών (Πανεπιστήμιο Ντίσελντορφ)