
Μειωμένη εμφανίζεται η εκτίμηση της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022, καθώς προβλέπεται να ανέλθει στο 3,8% έναντι αρχικής εκτίμησης για ανάπτυξη 4,8%. Ταυτόχρονα, προβλέπεται πληθωρισμός 5,2% την φετινή χρονιά έναντι αρχικής εκτίμησης για 4,1%.
Μάλιστα, υπάρχει ένα δυσμενές σενάριο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι θα φτάσει το 2,8%. Την ίδια στιγμή, το δυσμενές σενάριο για τον πληθωρισμό τον ανεβάζει στο 7%.
Στο πλαίσιο της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΤτΕ, ο Διοικητής Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη δυναμική παρά την αβεβαιότητα. Όπως είπε, ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί νέα δεδομένα στην οικονομική πολιτική της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος επισήμανε πως κύρια προτεραιότητα αποτελεί η προστασία της ευρωπαϊκής οικονομίας για να μετριαστούν οι επιπτώσεις και να μην διακοπεί η ανάκαμψη.
«Αν και ο κύριος μοχλός ανάπτυξης για φέτος είναι η εγχώρια ζήτηση και ο τουρισμός, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα: η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η μικρότερη κατανάλωση θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν σε αναβολή ή και ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Αβεβαιότητα επίσης υπάρχει όσον αφορά τις επιπτώσεις στις τουριστικές εισροές, κυρίως από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στις χώρες προέλευσης, αλλά και λόγω της δημιουργίας ενός έντονου αισθήματος ανασφάλειας.
Υπάρχουν όμως και αντίρροπες δυνάμεις που λειτουργούν αντισταθμιστικά και μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και διατηρούν την αναπτυξιακή δυναμική. Αυτές είναι: η έναρξη των επενδυτικών έργων του εθνικού Σχεδίου, η άνοδος της απασχόλησης, οι ήδη συσσωρευμένες αποταμιεύσεις και η συνεχιζόμενη αύξηση των εξαγωγών.
Οι προβλέψεις αυτές τελούν υπό μια σειρά προϋποθέσεων που αφορούν την πλήρη εξάλειψη του κινδύνου της πανδημίας, το σημαντικό περιορισμό της γεωπολιτικής αστάθειας, τη συνέχιση της ενίσχυσης του διεθνούς τουρισμού, την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, την επιτάχυνση των επενδύσεων και τη βαθμιαία εκτόνωση του πληθωρισμού», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.
Αναφορικά με το φλέγον ζήτημα του πληθωρισμού, εκτίμησε ότι θα κυμανθεί στο 5,2% στο βασικό σενάριο και 7% στο δυσμενές σενάριο, με αποκλιμάκωση από το 2023. «Εάν η διεθνής ενεργειακή κρίση οξυνθεί περαιτέρω και η αύξηση των ονομαστικών μισθών υπερβεί την αύξηση της παραγωγικότητας, ο ρυθμός ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό μάλιστα με το αυξημένο κόστος στέγασης, θα ενισχυθεί περαιτέρω, τροφοδοτώντας τις πληθωριστικές προσδοκίες», είπε.
Για το πρωτογενές έλλειμμα, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι καταγράφηκε μείωση στο 6,2% το 2021. Όπως ανέφερε, «η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων, όπως άρχισε να διαγράφεται κατά τους τελευταίους μήνες του περασμένου έτους και το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους, ως αποτέλεσμα της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της απασχόλησης, και η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων στήριξης καθιστούν εφικτή τη δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022».
Τέλος, για το ζήτημα των “κόκκινων δανείων”, ο Διοικητής της ΤτΕ είπε ότι το απόθεμά τους ως ποσοστό των συνολικών δανείων (12,8%) παραμένει πολύ υψηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ (2,1%), ενώ περίπου το 39% του συνόλου βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης. «Υψηλό ποσοστό δανείων σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε πάλι καθυστέρηση. Εκτιμάται ότι, λόγω της πανδημίας αλλά και των επιπτώσεων του υψηλού πληθωρισμού, επιπλέον ποσοστό ρυθμισμένων δανείων ενδέχεται να καταγραφεί ως ΜΕΔ το 2022. Απαιτείται επομένως εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της πανδημικής κρίσης και του πληθωρισμού στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Δεδομένου δε ότι η μείωση των ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποίησης και μεταβίβασης προς επενδυτικά ταμεία, το ύψος των ΜΕΔ εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα. Σημειώνεται τέλος ότι σε ορισμένες μη συστημικές τράπεζες η μείωση των ΜΕΔ ήταν πολύ περιορισμένη και το απόθεμα παραμένει σε υψηλά επίπεδα».