Την 29η θέση μεταξύ 36 χωρών του ΟΟΣΑ καταλαμβάνει η Ελλάδα στον Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του TaxFoundation που παρουσιάστηκε από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (Κε.Φι.Μ.).
Ο Δείκτης παρουσιάζει την εικόνα κάθε χώρας σε πέντε διαφορετικούς τομείς της φορολογίας: τους εταιρικούς φόρους, τους φόρους φυσικών προσώπων, τους φόρους κατανάλωσης, τους φόρους ιδιοκτησίας, και τους φόρους κερδών που παράγονται στο εξωτερικό (κανόνες διεθνούς φορολόγησης).
Παρά το ότι η θέση της χώρας έμεινε σταθερή στην κατάταξη, η επίδοσή της βελτιώθηκε κατά 2,5 μονάδες.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 8η θέση μεταξύ 36 χωρών στη φορολόγηση φυσικών προσώπων, στην 31η θέση στους φόρους κατανάλωσης και στην 32η θέση στον τομέα των φόρων ιδιοκτησίας. Παράλληλα, η χώρα μας βρίσκεται στην 22η θέση στην εταιρική φορολόγηση και στην 24η θέση στον τομέα της διεθνούς φορολόγησης.
Επιπλέον, καταγράφονται τα θετικά και τα αρνητικά σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι:
Θετικά
- Η πολυπλοκότητα του φόρου επί της εργασίας είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
- Οι κανονισμοί Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών στην Ελλάδα είναι μετριοπαθείς και εφαρμόζονται μόνο στο παθητικό εισόδημα.
- Ο καθαρός φορολογικός συντελεστής φυσικών προσώπων επί μερισμάτων, στο 5%, είναι κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (23,9%).
Αρνητικά
- Η Ελλάδα έχει εταιρικό φορολογικό συντελεστή 24%, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (23,3%).
- Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν αυστηρούς περιορισμούς ως προς τον συμψηφισμό καθαρών λειτουργικών ζημιών με μελλοντικά κέρδη. Επίσης, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ζημιές για να μειώσουν προηγούμενο φορολογητέο εισόδημα.
- Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ (24%) με μία από τις πιο περιορισμένες φορολογικές βάσεις.
Αναφερόμενος στα ευρήματα, ο πρόεδρος του Κε.Φι.Μ., Αλέξανδρος Σκούρας, δήλωσε ότι «η κατάταξη της Ελλάδας στον Δείκτη Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας υπογραμμίζει το τεράστιο χάσμα που οφείλει να καλύψει η χώρα μας προκειμένου να καταστεί ελκυστική για αναπτυξιακές επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας, αλλά και για να διασφαλίσει ένα ουσιαστικά υψηλότερο πραγματικό εισόδημα για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες. Ιδιαίτερα στα πεδία των φόρων κατανάλωσης και ιδιοκτησίας, αλλά και στη φορολόγηση της επιχειρηματικής δράσης, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια ισχυρή ελάφρυνση σε συνδυασμό με αντίστοιχη μείωση του μεγέθους του κράτους, ώστε να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας μας».