Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε σήμερα να παραπέμψει την Ελλάδα (INFR(2019)2217) στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μη ορθή μεταφορά της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (2011/92/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2014/52/ΕΕ), η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διενεργήσουν εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα μεγάλα έργα υποδομής. Η ελληνική νομοθεσία δεν εφαρμόζει, για παράδειγμα, τις διατάξεις της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε όλα τα έργα που εξυπηρετούν σκοπούς εθνικής άμυνας. Η οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορίζει΄οτι η εν λόγω εξαίρεση μπορεί να χορηγείται μόνο σε κατά περίπτωση εξέταση του έργου και μόνο αν το κράτος μέλος θεωρεί ότι η εφαρμογή της διαδικασίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα επηρέαζε αρνητικά τους σκοπούς άμυνας ή έκτακτων περιστατικών πολιτικής προστασίας.
Επιπλέον, η ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ούτε νομική διάταξη που να υποχρεώνει τις ελληνικές αρχές να ενημερώνουν το κοινό για οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται από άλλο κράτος μέλος σχετικά με έργα με διασυνοριακές επιπτώσεις στην ελληνική επικράτεια.
Τέλος, η ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ακόμη την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα έργα, όπως εγκαταστάσεις επανεπεξεργασίας ακτινοβολημένων πυρηνικών καυσίμων ή τελική διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων ή εσωτερικές πλωτές οδοί και λιμένες που επιτρέπουν τη διέλευση πλοίων άνω των 1 350 τόνων.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία τονίζει ότι είναι σημαντικό να συνεχίσει η Ευρώπη την πορεία προς την επίτευξη των περιβαλλοντικών της στόχων. Η Επιτροπή απέστειλε στην Ελλάδα προειδοποιητική επιστολή τον Οκτώβριο του 2019 και, στη συνέχεια, αιτιολογημένη γνώμη τον Δεκέμβριο του 2020. Παρά την κάποια πρόοδο, οι ελληνικές αρχές δεν έχουν αντιμετωπίσει πλήρως τις αιτιάσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα, τη Μάλτα και τη Σλοβακία στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή δεν παρέχουν και δεν εκμεταλλεύονται υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων για όλους τους φορείς εκμετάλλευσης κατάλληλα εξοπλισμένων αεροσκαφών που εκτελούν πτήσεις εντός του εναέριου χώρου που τελεί υπό την ευθύνη τους.
Η προθεσμία που είχαν οι πάροχοι υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας για την εκμετάλλευση υπηρεσιών ζεύξης δεδομένων έχει λήξει και η έλλειψη εξοπλισμού σε ορισμένα κέντρα ελέγχου εμποδίζει ουσιαστικά τους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών, οι οποίοι ήταν επίσης υποχρεωμένοι να εξοπλιστούν με την τεχνολογία, να χρησιμοποιούν υπηρεσίες ζεύξης δεδομένων. Η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες επί παραβάσει τον Μάιο του 2020 και απέστειλε αιτιολογημένες γνώμες τον Ιούλιο του 2021. Δεδομένου ότι τα εν λόγω κράτη μέλη εξακολουθούν να παραβιάζουν τον κανονισμό, η Επιτροπή αποφάσισε πλέον να παραπέμψει τις υποθέσεις στο Δικαστήριο.