Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου πραγματοποιεί από χθες επίσημη επίσκεψη στην Πορτογαλική Δημοκρατία, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της χώρας Marcelo Rebelo de Sousa. Κατά την χθεσινή τελετή υποδοχής της, η κυρία Σακελλαροπούλου κατέθεσε στεφάνι στο μνήμα του εθνικού ποιητή Luís Vaz de Camões, στη Μονή Ιερωνυμιτών.
Ακολούθησε η παρασημοφόρηση της Προέδρου της Δημοκρατίας από τον Πρόεδρο της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο.
Στη συνέχεια, οι δύο Πρόεδροι είχαν κατ΄ ιδίαν συνάντηση και ακολούθησαν οι διευρυμένες συνομιλίες των αντιπροσωπειών.
Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου των Προέδρων, που πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά, η κυρία Σακελλαροπούλου δήλωσε τα εξής:
«Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Πρόεδρο και φίλο Marcelo Rebelo de Sousa για την πρόσκλησή του, καθώς και τη φιλοξενία που επεφύλαξε σε μένα και την ελληνική αντιπροσωπεία.
Σ΄ αυτές τις δύσκολες ώρες για την Ευρώπη, η συνάντησή μας εδώ, στη Λισαβώνα, μας έδωσε την ευκαιρία να καταδικάσουμε την απρόκλητη ρωσική εισβολή και να εκφράσουμε την πλήρη στήριξή μας στην Ουκρανία και τον ουκρανικό λαό, που βιώνει καταστάσεις που θεωρούσαμε ότι δεν θα ξαναδούμε στην Ευρώπη.
Δυστυχώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Μια αδικαιολόγητη επίθεση σε βάρος ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους, που θέτει στο στόχαστρο όχι μόνο στρατιωτικές μονάδες, αλλά ακόμη και τον άμαχο πληθυσμό και τις αστικές υποδομές της χώρας. Η αποφασιστικότητα και η γενναιότητα, με την οποία ο ουκρανικός λαός, η κυβέρνηση και ο Πρόεδρος Zelenskyy υπερασπίζονται την πατρίδα τους, μας έχουν όλους συγκινήσει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη προσφέρουμε από την πρώτη στιγμή κάθε δυνατή βοήθεια στον αγώνα τους.
Οι επιθέσεις εναντίον αμάχων στην Ουκρανία πρέπει να σταματήσουν αμέσως. Η προστασία και η κάλυψη των επειγουσών αναγκών των αθώων πολιτών αποτελούν ζητήματα απόλυτης προτεραιότητας. Μεταξύ τους βρίσκεται και μια ελληνική κοινότητα 100.000 ατόμων περίπου, επί αιώνες εγκατεστημένη στην Ουκρανία, ιδίως γύρω από την περιοχή της Μαριούπολης, η οποία έχει ήδη θρηνήσει θύματα.
Η ενωμένη και χωρίς προηγούμενο ομόψυχη ευρωπαϊκή αντίδραση έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα προς τη ρωσική ηγεσία. Ότι ο αναθεωρητισμός και οι προσπάθειες αμφισβήτησης συνόρων και διεθνών συνθηκών δεν γίνονται αποδεκτές. Ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας μια χώρας, καθώς και η προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, αποτελούν για την Ελλάδα αδιαπραγμάτευτες αρχές.
Με τον Πρόεδρο είχαμε επίσης την ευκαιρία να προβούμε σε μια ουσιαστική επισκόπηση του άριστου επιπέδου των διμερών μας σχέσεων, που διαρκώς βεβαίως αναπτύσσονται σε όλους τους τομείς της κοινής μας δραστηριοποίησης και σε όλα τα ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, μετά και από τις πολύ γόνιμες επισκέψεις του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εξωτερικών την προηγούμενη χρονιά στη Λισαβώνα. Στο πλαίσιο αυτό, τονίσαμε, και οι δύο πλευρές, τη σημασία επέκτασης της συνεργασίας σε στρατηγικούς τομείς για την οικονομική ανάπτυξη, ενώ εξετάζουμε τη δυνατότητα μιας βαθύτερης μεταξύ μας συνεργασίας, στους τομείς του εμπορίου, των επενδύσεων και των ανανεώσιμων πηγών.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει σε εξέλιξη και ο διάλογος για το μέλλον της Ευρώπης, όλα τώρα θα τα ξαναδούμε, εφόσον το συντομότερο τελειώσει αυτός ο τραγικός πόλεμος. Θα πρέπει να δούμε πολύ γρήγορα πώς θα βοηθήσουμε την ανάκαμψη της Ουκρανίας. Ήδη έχουμε ξεκινήσει και οι δύο χώρες να στηρίζουμε τους πρόσφυγες, ένας λαός ξαφνικά στην άκρη της Ευρώπης μετατράπηκε σε πρόσφυγα. Και θα πρέπει αμέσως μετά να δούμε πώς μπορεί να συνεχίσει η Ευρώπη την πορεία της, όσα ήδη είχαν προαποφασισθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά ταυτόχρονα να στηρίξει και τη χώρα που αυτή τη στιγμή πλήττεται τόσο πολύ.
Και βέβαια, προκειμένου μια χώρα να γίνει δεκτή ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι απολύτως αναγκαίο να τηρούνται οι συγκεκριμένες διαδικασίες που προβλέπονται. Υπάρχουν χώρες που είναι ήδη υποψήφιες, να θυμίσουμε ότι στα δυτικά Βαλκάνια η διαδικασία είναι σε εξέλιξη, δεν τους έχει ξεχάσει η Ευρώπη. Εφόσον, επαναλαμβάνω, και αυτό περιλαμβάνει και τη γειτονική μας Τουρκία, αποδέχονται τις αρχές της Ευρώπης και τα κριτήρια αιρεσιμότητας».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει σήμερα συλλογικά τόσο την ενεργειακή, την οικονομική αλλά και την επισιτιστική κρίση που βαθαίνει εξαιτίας του πολέμου, η κυρία Σακελλαροπούλου, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς τις συνέπειες μιας εξελισσόμενης, τραγικής κατάστασης, όπως είναι αυτή που προέκυψε μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Θα προσπαθήσω να δώσω και τη θετική προσέγγιση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και στην περίοδο της πανδημίας έδειξε πάρα πολύ ισχυρά αντανακλαστικά. Και άμεσα. Αντίστοιχα ήταν τα αντανακλαστικά στην καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και στη λήψη κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας ή στήριξης για την Ουκρανία. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Πρέπει να απασχολήσει όλα τα κράτη μέλη η έννοια της στρατηγικής αυτονομίας, το θέμα της άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πάνω απ’ όλα φυσικά τα ζητήματα που αφορούν την ενέργεια, γιατί έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα της κοινωνίας.
Ελπίζω, λοιπόν, ότι από την εμπειρία του παρελθόντος και από την πολύ καλή συνεργασία και τη δυνατότητα υπερβάσεων που απέδειξαν πρόσφατα τα κράτη μέλη και οι ηγέτες τους, θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να βρεθούν λύσεις και να ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις για τη στήριξη των ευάλωτων πολιτών και της οικονομίας».
Απαντώντας σε επόμενη ερώτηση, σχετικά με το τι διδάχθηκε η Ελλάδα μετά την προσφυγική κρίση των προηγούμενων ετών, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τώρα που καλείται να υποδεχθεί τους πρόσφυγες της Ουκρανίας, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μεταξύ άλλων, δήλωσε:
«Η Ελλάδα είχε το δυσμενές προνόμιο να είναι η πρώτη χώρα που υποδέχθηκε τόσο μεγάλα κύματα μεταναστών και προσφύγων από το 2015 και μετά. Και βίωσε αυτή τη μεγάλη κρίση που στη συνέχεια, βέβαια, βίωσαν και η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες χώρες. Η κορύφωση ήρθε σε μια μεταγενέστερη περίοδο, τον Φεβρουάριο του 2020, όταν η γειτονική μας Τουρκία προσπάθησε να εργαλειοποιήσει αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους και να δημιουργήσει πρόβλημα στα σύνορα της χώρας, που είναι και σύνορα της Ευρώπης. Εκεί η Ελλάδα αντέδρασε αποτελεσματικά και είδε τη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα θυμάστε ότι ήρθαν στη χώρα μου ο Charles Michel, η Ursula von der Leyen και ο αείμνηστος David Sassoli, επισκέφθηκαν τον Έβρο με τον Πρωθυπουργό και διαπίστωσαν την έκταση του προβλήματος.
Το διπλό ζήτημα, που νομίζω αναδεικνύει κάθε φορά αυτό που αποκαλούμε μεταναστευτικό / προσφυγικό πρόβλημα, είναι ότι αφ’ ενός μεν τα κράτη μέλη, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στις συνθήκες, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να προστατεύουν τα σύνορά τους, και από την άλλη μεριά ασφαλώς υπάρχουν οι αρχές του ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι αυτοί, είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για οικονομικούς μετανάστες, έχουν λόγο που προσπαθούν να βρουν μια καλύτερη τύχη, και θα πρέπει να έχουν απέναντί τους μια ανθρώπινη συμπεριφορά, να τους μεταχειριστούμε σωστά και να τους αξιοποιήσουμε, ενδεχομένως, γιατί μπορεί να έχουν πολλά να προσφέρουν. Εάν καταφέρουν τα κράτη μέλη να συνδυάσουν και να βρουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης, αν ο καθένας αναλάβει το βάρος της ευθύνης που του αναλογεί, τότε υπάρχει ελπίδα. Όμως αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει όλοι να δείξουν την ίδια καλή πίστη, γιατί δεν μπορεί μία, δύο ή τρεις χώρες να σηκώσουν όλο αυτό το βάρος.
Το πρόβλημα ήταν ότι ως τώρα η Ευρώπη δεν είχε καταφέρει να έχει μια σωστή πολιτική για το μεταναστευτικό. Η συμφωνία του Δουβλίνου συμφωνούν όλοι ότι έχει πλέον ξεπεραστεί και το θέμα πρέπει με άλλο τρόπο να αντιμετωπιστεί. Η Τουρκία δεν δέχεται να εφαρμόσει αυτή τη στιγμή τη διμερή συμφωνία που έκανε με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2016. Επομένως, έχουμε μια σειρά από προβλήματα και ξέρουμε ότι είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια εξεύρεσης του νέου συμφώνου για τη μετανάστευση».
Ο κύριος Marcelo Rebelo de Sousa, από την πλευρά του, καλωσόρισε θερμά την κυρία Σακελλαροπούλου στην Πορτογαλία, «μια αδελφή χώρα», όπως χαρακτηριστικά είπε, σημειώνοντας ότι η επίσκεψη είχε προγραμματιστεί μετά την ανάληψη των καθηκόντων της Προέδρου, αλλά εξαιτίας της πανδημίας άργησε να πραγματοποιηθεί.
Η συγκυρία της επίσημης επίσκεψης της Ελληνίδας Προέδρου «συμπίπτει», σχολίασε, «με μια σημαντική φάση στην πολιτική ζωή της Πορτογαλίας. Την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης μετά τις εκλογές, που αποτελεί ύψιστο δημοκρατικό καθήκον των λαών. Και η έννοια της Δημοκρατίας είναι βεβαίως ένα ιδεώδες που προέρχεται από την Ελλάδα. Οπότε, η επίσκεψή σας είναι μια ευτυχής σύμπτωση».
«Χρωστάμε πολλά στην Ελλάδα, είναι οι ρίζες μας» τόνισε και επεσήμανε το εξαιρετικό επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αναφέρθηκε στην καταδίκη της επίθεσης της Ρωσίας, λέγοντας ότι «ήμασταν και είμαστε μαζί στις κυρώσεις και θα κάνουμε ό,τι χρειασθεί προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη. Πρέπει να κρατήσουμε την ενότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τόσο η Πορτογαλία όσο και η Ελλάδα εργάζονται μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αναζητώντας λύσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που ήδη νιώθουμε εξαιτίας ενός άδικου πολέμου που έφερε σε δεινή θέση τον λαό της Ουκρανίας».
Την Πρόεδρο της Δημοκρατίας συνοδεύει ο υφυπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Κατσανιώτης.