Στο 28,9% του πληθυσμού της χώρας μας (3.043.869 άτομα) έφτασε την περσινή χρονιά (εισοδήματα 2019) ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, καταγράφοντας πτώση 1,1% συγκριτικά με το 2019.
Πιο αναλυτικά, τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν πως ο κίνδυνος φτώχειας στην ηλικιακή ομάδα 18-64 ετών ανέρχεται σε 31,9%, εκ των οποίων το 30% είναι Έλληνες και το 52,2% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18- 64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, το 49,9% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 29,8% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
Το 17,7% βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,6% βρίσκεται σε υλική στέρηση και το 12,6% του πληθυσμού ηλικίας 0- 59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Το κατώφλι της φτώχειας αντιστοιχεί σε 5.269 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.064 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.781 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.263 ευρώ.
Κατά την περσινή χρονιά, το 17,7% του πληθυσμού της χώρας βρέθηκε σε κίνδυνο φτώχειας. Σε επίπεδο αριθμών, τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας αντιστοιχούν σε 701.405 σε σύνολο 4.115.678 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.856.081 στο σύνολο των 10.514.769 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας.
Ταυτόχρονα, ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά 0-17 ετών φτάνει το 20,9%, καταγράφοντας πτώση κατά 0,2% συγκριτικά με το 2019, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,4% και 13%, αντίστοιχα.
Σε επίπεδο περιφερειών, πέντε περιφέρειες της χώρας (Ιόνια Νησιά, Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφουν χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας από εκείνο του συνόλου της χώρας, ενώ σε 8 περιφέρειες (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και Δυτική Ελλάδα) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Αξιοσημείωτη είναι η σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση και τα επίπεδα φτώχειας, καθώς υπολογίζεται πως ο κίνδυνος φτώχειας για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φτάνει το 24,4%, για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 16,9%, ενώ για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 7,1%.
Επιπλέον, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (χωρίς να υπολογίζονται τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) φτάνει το 48,3%, ενώ με την συμπερίληψη μόνο των συντάξεων και όχι των κοινωνικών επιδομάτων υποχωρεί στο 23,5%. Σημειώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης κ.λ.π.), οικογενειακά επιδόματα και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή εκπαιδευτικές παροχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις ρίχνουν το ποσοστό φτώχειας στο 17,7%, συμβάλλοντας σε πτώση κατά 5,8%, ενώ οι συντάξεις συνεισφέρουν κατά 24,8%. Αναφορικά με το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων, ο κίνδυνος φτώχειας σημειώνει πτώση κατά 30,6%.
Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται σε 85,3%, ενώ όταν δεν συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά επιδόματα, αλλά συμπεριλαμβάνονται οι συντάξεις, εκτιμάται σε 14,8%.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις αντιστοιχούν στο 33,5% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 86,7%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 13,3%.