Στο 16,2% ανήλθε η ανεργία κατά το γ’ τρίμηνο του 2020 στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ανεργία κινήθηκε χαμηλότερα τόσο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (16,7%) όσο και σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα της προηγούμενης χρονιάς (16,4%).
Παράλληλα, οι άνεργοι ανήλθαν σε 756.424 άτομα, αριθμός που μειώθηκε κατά 1,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, περισσότερα από 476.000 άτομα είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στην τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού, η επίδραση της πανδημίας στην αγορά εργασίας υποχωρεί κατά το γ’ τρίμηνο 2020, ενώ προκύπτει ότι η απουσία από την εργασία και τα άτομα που δεν εργάζονται αλλά αναζητούσαν εργασία και δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν μειώθηκαν σε σχέση με το β’ τρίμηνο 2020, ενώ οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν.
Την ίδια στιγμή, η εργασία στο σπίτι δεν παρουσιάζει σημαντική μεταβολή σε σχέση με το β’ τρίμηνο, με τις χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες να αποτελούν τους κλάδους που παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό τηλεργασίας.
Ανεργία
Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (30,7%) είτε διότι απολύθηκαν (22,9%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (18,4%) εργαζόταν στους κλάδους των ξενοδοχείων και της εστίασης. Αναφορικά με την προηγούμενη εργασία τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (29%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές.
Ακόμα, το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 18,6%, την στιγμή που το 63% αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Το 22,7% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός μόνο με πλήρη απασχόληση, ενώ το 66,8% αναζητεί εργασία με πλήρη απασχόληση αλλά δήλωσε ότι στην ανάγκη θα δεχόταν και μερική.
Ταυτόχρονα, το 17,5% των ανέργων δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ, ενώ το 17,2% δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό ανεργίας των γυναικών παραμένει σημαντικό υψηλότερο από εκείνο στους άνδρες (20% έναντι 13,1%).
Σε ηλικιακό επίπεδο, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (40%) και 20- 24 ετών (33,4%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (26,7%), 30- 44 ετών (16%), 45- 64 ετών (12,4%) και 65 ετών και άνω (8,6%).
Σε περιφερειακό επίπεδο, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Ελλάδα (22,2%), η Δυτική Μακεδονία (20,7%) και η Ήπειρος (20%). Ακολουθούν, η Στερεά Ελλάδα (19%), η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (18,7%), η Κεντρική Μακεδονία (18,1%), η Θεσσαλία (16,7%), το Βόρειο Αιγαίο (16,4%), η Κρήτη (16%), οι Ιόνιοι Νήσοι (14,5%), η Αττική (14,1%), η Πελοπόννησος (12,7%) και το Νότιο Αιγαίο (9,1%).
Στα άτομα με ελληνική υπηκοότητα το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 15,6% και σε αυτά με ξένη σε 24,8%.
Απασχολούμενοι
Το σύνολο των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.926.812 άτομα. Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 2,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειώθηκε κατά 1,1% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Βάσει των κατευθύνσεων της Eurostat, λόγω της πανδημίας, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή εάν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (68,6%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,5%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, εμφανίζεται αύξηση για τους μισθωτούς (3,1%) και αύξηση για τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (6,8%).
Επιπλέον, η μερική απασχόληση ανέρχεται σε 8,2%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 7,2%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται μειωμένη (9,9%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (11%). Η προσωρινή απασχόληση έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (8,4%) και έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (26,7%).
Επαγγέλματα
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (24%) και οι επαγγελματίες (19,6%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους ειδικευμένους τεχνίτες (6,8%) και η μεγαλύτερη μείωση εμφανίζεται στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού (7,4%). Συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (9,2%) και στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (8,7%), ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζεται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (12%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (47,9%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (28,2%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (85,3%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες την εβδομάδα αναφοράς. Το 8,6% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, ενώ το 1,6% δηλώνει ότι έχει παραπάνω από μία εργασία και το 1,8% αναζητεί εργασία αν και εργάζεται.
Επίσης, οι οικονομικά μη ενεργοί (τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία) ανήλθαν σε 4.394.091 άτομα ενώ ειδικότερα οι οικονομικά μη ενεργοί κάτω των 75 ετών ανήλθαν σε 3.210.357 άτομα. Το ποσοστό των μη ενεργών μειώθηκε κατά 2,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αυξήθηκε κατά 0,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.
Η πλειοψηφία των μη ενεργών ηλικίας 15- 74 ετών είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (46,7%) είτε έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (30,1%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (57,6%) ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (12%). Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί, είναι το ότι βρίσκονται σε σύνταξη (36,3%) ή εκπαιδεύονται (24%). Από αυτούς, το 0,5% των μη ενεργών αναζητεί εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει και το 1,7% δεν αναζητεί εργασία επειδή πιστεύει ότι δεν θα βρει ή δεν γνωρίζει πού να απευθυνθεί.