Το δικό του ιδιαίτερο “αντίο” στον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη, που πέθανε σήμερα σε ηλικία 96 ετών λέει ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας μας.
Σε δήλωσή του, ο Φοίβος Δεληβοριάς είπε αναλυτικά:
«Ο Μίκης στα 60 του δεν είχε ακόμα τη χαρά να του παραχωρηθεί το Ηρώδειο. Του το αρνούνταν σθεναρά οι διάφορες εκλεγμένες καρέκλες. Μόλις ξεκίνησε η συναυλία, καταλάβαμε όλοι γιατί.
Πρώτη και τελευταία φορά τη μέρα εκείνη είδα άνθρωπο να πετάει. Δεν ήταν διεύθυνση αυτό, ήταν το πρώτο πέταγμα του ανθρώπου. Ο Μίκης μπορούσε να το κάνει. Και ήθελε να πάρει κι εμάς μαζί. Το ότι άλλες φορές το ελληνικό σώμα τον αντιμετώπιζε σαν Θεό και άλλες φορές ομοθυμαδόν ήθελε να τον εξευτελίσει, δεν οφειλόταν στην όποια ανθρώπινη ανισότητά του. Αλλά στην δική μας σχέση με την πτήση. Κάποτε -το 2005 νομίζω- πήγαμε μαζί κι ακούσαμε την πρόβα της “Πρώτης Συμφωνίας” του στο Μέγαρο. Δεν έχω δει μεγαλύτερο καλλιτεχνικό παράπονο απ’ αυτό που είχε όσο παρακολουθούσε. Θυμόταν την εποχή που -ανάμεσα σε εξορίες- είχε πρωτογράψει το έργο. Θυμόταν κάθε αρνητική κριτική, κάθε πολιτικο-καλλιτεχνική συνομωσία που του στέρησε τότε τη χαρά και τον έπαινο. “Δεν είχα ενθάρρυνση”, μου έλεγε. “Διαφορετικά, θα είχα προχωρήσει αλλιώς”.Σκέψου να το ακούς αυτό απ’ τον άνθρωπο που έφτασε στο απροχώρητο.
Γυρνώντας στο σπίτι του, περνώντας απ’ του Μακρυγιάννη, μου διηγήθηκε -έτσι όπως ποτέ δεν τα έγραψε- τα δικά του Δεκεμβριανά. Είχε πάλι τόση ζωντάνια και τόσο παράπονο ο λόγος του, που αισθάνθηκα σα να παίζω στο φινάλε του “Αποκάλυψη Τώρα”. Σα να είμαι με τον -μεγαλύτερο από τη Ζωή- συνταγματάρχη Κουρτς και να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω το νόημα της ανείπωτης ελευθερίας του, της βουτηγμένης στο αίμα και στην ομορφιά. Όταν το βράδυ γύρισα στο σπίτι μου, αισθανόμουν πως η όποια ελευθερία των σημερινών επιλογών μου, η Δημοκρατία στην οποία ζούσα, έγραφα και ανέπνεα, οφειλόταν στην τρελή θυσία της γενιάς του. Πολλές φορές περνούσα κάτω απ’ το σπίτι του, απέναντι απ’ την Ακρόπολη. Δεν του χτυπούσα το κουδούνι. Μόνος στο αμάξι άκουγα τη μουσική του-σαν ένα είδος χάρτη, κάποια πρωϊνά που το ταξίδι ήταν δύσκολο. Δεν πειράζει που εμείς οι συγκαιρινοί του Έλληνες δεν μπορέσαμε να ακολουθήσουμε την “οδηγία” της Μουσικής του. Το μέρος όπου καταλήγει η πτήση μας, είναι εκεί. Χαρτογραφημένο. Μια αληθινή Νεφελοκοκκυγία του μέλλοντος. Κάποια στιγμή, από τα σωστά παιδιά -που ίσως σήμερα γεννιούνται- θα ανακαλυφθεί».
Από την πλευρά του, ο Μανώλης Μητσιάς μίλησε για τον «τον μέγιστο των Ελλήνων». «Είναι σαν να έφυγε μια κολώνα του Παρθενώνα. Ο Μίκης ήταν η καινούργια μας Ακρόπολη», είπε στον ΑΝΤ1.
Την ίδια στιγμή, ο Χρήστος Νικολόπουλος ανέφερε στον ANT1 ότι ο Μίκης Θεοδωράκης «ανέδειξε το ελληνικό τραγούδι παγκόσμια. Είναι μεγάλη η απώλεια του για το ελληνικό τραγούδι», κάνοντας λόγο για μία «παγκόσμια προσωπικότητα».
Ακόμα, ο γιος του αείμνηστου Γρηγόρη Μπιθικώτση μίλησε στο MEGA για τον πατέρα του και τον Μίκη Θεοδωράκη. «Όσο ζούμε κι αναπνέουμε θα ακούμε Μίκη Θεοδωράκη, όσο θα υπάρχει Ελλάδα. Οι δυο τους ξεδίψασαν μια ολόκληρη Ελλάδα με τα τραγούδια τους. Οι δυο τους αγαπήθηκαν πολύ. Θυμήθηκα ένα αρχειακό υλικό που ο Μίκης αναφέρει ότι με τον “Γρηγόρη είμαστε συνέταιροι και στη ζωή και στον θάνατο”. Ο Θεοδωράκης ήταν ένας άνθρωπος ανήσυχος που πάντα στη ζωή του έψαχνε. Κουράστηκε, πολεμήθηκε κι έφυγε ήσυχα. Αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι στην Ελλάδα μας, οι άνθρωποι σαν το Μίκη είναι η σημαία μας, η κληρονομία μας, το DNA μας. Και πρέπει να είμαστε όλοι μας πολύ υπερήφανοι, που γεννήθηκε , έζησε και μεγαλούργησε ένας τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας.
Όταν έφυγε ο πατέρας μου, ο Μίκης δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνησή του. Οι δυο τους είχαν μια σχέση στοργής. Και είμαι σίγουρος ότι θα ξανασυναντηθούν και θα ξαναδημιουργήσουν. Εμείς δεν θα τα βλέπουμε, αλλά αυτοί θα τα κάνουν. Γνωρίστηκαν παιδιά στην Μακρόνησο. Ο Μίκης σπούδαζε μουσική και γνωρίστηκαν εντελώς συμπτωματικά. Ο πατέρας μου τον είχε αποκαλέσει Μέγα Αλέξανδρο της Ελλάς».
Στη σελίδα του, ο τραγουδιστής Γιάννης Κότσιρας έγραψε στη σελίδα του: «Καλό ταξίδι φίλε, σύντροφε και δάσκαλε. Τώρα μόνο σιωπή…Η Ελλάδα πενθεί. Έφυγε ο Μίκης Θεοδωράκης…».
Κατόπιν, σε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Γιάννης Ζουγανέλης έγραψε: «Μίκη μου αγάπη της ψυχής μου. Μορφή Θεϊκή ελληνική. Παρουσία της πατρίδας Σε όλο το κόσμο. Σ’ ευχαριστώ με τη καρδιά και το μυαλό μου, αλλά και με τη γνώση μου, που είσαι η καθοριστικότερη προσωπικότητα της. Υποκλίνομαι στο βαθύ έργο σου. Που έχει ρίζες στην ελληνική φιλοσοφία στο δίκαιο που έκανες ιδεολογία. Η Ελλάδα χωρίς εσένα στην καθημερινότητα θα ήταν αλλιώς. Με λιγότερη ποίηση, με διαφορετικούς ρυθμούς. Σ ευχαριστούμε».
Από τον χώρο του θεάτρου, ο Γιάννης Μπέζος, ο οποίος είχε συνεργαστεί πολλές φορές με τον Μίκη Θεοδωράκη, δήλωσε στην ΕΡΤ: «Μιλάμε για μια ουσιαστική απώλεια και ένα κλείσιμο μιας πολύ μεγάλης εποχής. Ήταν ο τελευταίος επιζών από μια γενιά που προσέφερε πάρα πολλά στον τόπο και δεν έχουν αποτιμηθεί ακόμα δεόντως. Δεν έχουμε καταλάβει τι ακριβώς μας προσέφεραν αυτοί οι άνθρωποι και ελπίζω κάποτε να το καταλάβουμε. Είναι πολύ μεγάλη η απώλεια του Θεοδωράκη. Νομίζουμε ότι έφυγε ένας άνθρωπος που ανακατευόταν με την πολιτική ή έκανε κάποιες συναυλίες, το έργο του το εμπεριέχουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Ο Μίκης μας έφερε σε επαφή με μεγάλα κείμενα, με μεγάλες μελωδίες και μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι δημιούργησαν μια πολύ μεγάλη εποχή. Το έργο τους και οι προσωπικότητές τους. Αυτά θα μας ακολουθούν και θα πρέπει να στοιχιζόμαστε πίσω από τέτοιες προσωπικότητες και όχι πίσω από ανόητους. Να συλλυπηθούμε την οικογένεια και ας τον έχουμε και στη μνήμη και στην καρδιά μας».