Στις εκλογές του 2023 αναμετριούνται δύο κόσμοι εντελώς αντίθετοι μεταξύ τους. Αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το πιο αντιπροσωπευτικό, όπου διαμορφώνουν την φυσιογνωμία τόσο της χώρας, όσο και των κατοίκων της. Δύο κοινωνικοί πόλοι, οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό, ευθύνονται για το εθνικό μας χαρακτηριστικό, αυτό του διχασμού. Σαν δυο συγκάτοικοι που αναγκάζονται να συζήσουν, ενώ δεν έχουν μόνο διαφορετική άποψη για τα απλά και καθημερινά, αλλά ολόκληρη η κοσμοθεωρία τους διαφέρει. Αυτοί οι δύο κόσμοι υπήρχαν πάντα και στο μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας, εκπροσωπούνται από τον δικομματισμό. Από την μεταπολίτευση και ύστερα συμβίωναν αρμονικά, εναλλάσσονταν στην εξουσία και διατηρούσαν την δύναμη τους, λόγω της οικονομικής ευρωστίας.
Από το 2010 και έπειτα συμβιβάστηκαν υποχρεωτικά σε μια βίαιη οικονομική αναπροσαρμογή, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθούν πλήρως. Άλλωστε, κάτι που έχει γαλουχηθεί για αιώνες, έχει εισχωρήσει στα γονίδια, δεν μπορεί να αλλάξει ακαριαία. Από τότε το κλίμα έγινε πιο οξύ, πραγματικά επικίνδυνο και όχι απλά μια κακόγουστη, γραφική και κωμικοτραγική αντιπαράθεση, όπως επικρατούσε στα 80s, μια εποχή που πλέον θεωρείται “vintage”… Η περίοδος εκείνη μπορεί να χαρακτηρίστηκε τοξική, ωστόσο ούτε η χρεοκοπία ήταν προ των πυλών, ούτε νεοναζιστικά κινήματα πρωταγωνιστούσαν. Τώρα αυτές οι δύο κοινωνικές ομάδες, δεν αναλώνονται πλέον στο κυνήγι του πιο ευνοημένου, αλλά της επιβίωσης. Εκεί τα ένστικτα γίνονται πιο αιχμηρά, τα κατηγορώ πιο ακραία. Από το 2012 και τον νέο δικομματισμό, άρχισε ένας πόλεμος τελικής επικράτησης. Τελικής γιατί δεν υπήρχε το χρήμα να συντηρεί και τους δύο, αλλά τέθηκε το δίλημμα του αλλάζω-επιβιώνω ή βουλιάζω. Μια νέα πραγματικότητα πιο συνετή, όχι της δανεικής ζωής, αλλά της δημιουργικής και παραγωγικής. Πλέον η χώρα δεν βρίσκεται υπό καθεστώς επιτήρησης, ούτε αναγκαστικών πολιτικών. Το τι δρόμο θα ακολουθήσει στο μέλλον, πιο πολιτικοοικονομικό μοντέλο θα προτιμήσει και θα διαμορφώσει, τι στόχους θέλει να πετύχει ή να ξανά αποτύχει…, (η αυτοχειρία εξάλλου είναι και αυτή χαρακτηριστικό της φυλής μας), είναι δική της ευθύνη.
Αυτός ο «πόλεμος» συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με μάχες να έχουν κερδηθεί και χαθεί εκατέρωθεν. Όποιος κερδίσει τώρα θα παρασύρει τον άλλον μαζί του, η κατάσταση θα παγιωθεί και δεν θα αλλάξει μέχρι την επόμενη δεκαετία και το 2030. Δεν θα εδραιωθεί μόνο η ισχύς της νικητήριας παράταξης, αλλά και οι πολιτικές της, οι οποίες θα επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα τις υπόλοιπες, όπως συνέβαινε παλαιότερα, όπου όλα τα κόμματα στην ουσία ήταν δορυφόροι των πολιτικών της παροχολογίας του ΠΑΣΟΚ.
Το μεγάλο στοίχημα αυτών των εκλογών είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης, κάτι που θέτουν εν αμφιβόλω τόσο η απλή αναλογική, όσο και ο νέος εκλογικός νόμος του 2020, όπου ο πήχης της αυτοδυναμίας βρίσκεται ψηλότερα. Αν και τα προγνωστικά δείχνουν προβάδισμα της ΝΔ, σε μια εκλογική διαδικασία δεν μπορείς να βάλεις ποτέ το χέρι σου στην φωτιά, διότι η κάλπη είναι πάντα… σε ενδιαφέρουσα. Μια εκλογική ήττα θα ήταν καταστροφή και για τους δύο. Σε περίπτωση ήττας της ΝΔ, αμέσως θα ξεκινούσαν οι διαδικασίες ανάδειξης νέου προέδρου. Γιατί ως γνωστόν, σε ένα κεντροδεξιό κόμμα δεν υπάρχει συντροφικό κλίμα, ούτε δεύτερες ευκαιρίες. Έτσι θα χρειαζόταν κάποια χρόνια να συνέλθει, ώστε να ξανά να μπει σε κυβερνητική τροχιά. Αντίστοιχα, σε περίπτωση ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα βρισκόταν ολόκληρο υπό αμφισβήτηση, με κίνδυνο κατάρρευσης, διότι οι εκλογικές ήττες θα ήταν συνεχόμενες και απανωτές. Ωστόσο, η αλλαγή εδώ δεν θα ήταν άμεση, διότι ο μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο προσωποκεντρικός και συγκεντρωτικός, δεν έχει την αστική απαίτηση και τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του, όπως συμβαίνει σε εκείνο της ΝΔ. Αυτονόητο πως ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει Τσίπρας, εκείνος από κόμμα διαμαρτυρίας, το μετέτρεψε σε κόμμα εξουσίας. Αλήθεια επίσης, ότι οι εσωκομματικές του διαδικασίες ομοιάζουν περισσότερο σε σοβιετικού τύπου, παρά σε δυτικοευρωπαϊκού.
Την αλλαγή ηγεσίας, ονομασίας, ή μετατόπισης ολοκλήρου του εκλογικού πυρήνα σε άλλο κόμμα, όπως έγινε στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, θα την διευκόλυναν οι ευρωεκλογές του 2024. Το να ξανά χάσει πάλι ένα κόμμα σε μια εκλογική διαδικασία που από τη φύση της είναι χαλαρή, θα κατέλυε και την τελευταία δικαιολογία για αναβολή των αλλαγών. Είναι όμως σίγουρο, πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ ηττηθεί στις εκλογές αυτές, θα ηττηθεί και το 2024; Σαφώς και όχι. Ωστόσο, αν το δούμε από την οπτική του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η διακυβέρνηση της ΝΔ είναι καταστροφική, αλλά ταυτόχρονα δημοσκοπικά φαίνεται πρώτη, παρόλο τα πυκνά γεγονότα που προηγήθηκαν, μόνο προβληματισμό θα έπρεπε να επικρατεί στην Κουμουνδούρου. Αποφεύγοντας να κρίνω την αποτελεσματικότητα ή όχι της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πόσα και ποια λάθη έγιναν, διότι σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι αυτός, στα τέσσερα προηγούμενα χρόνια η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε υπό συνθήκες κοσμοϊστορικών γεγονότων. Γιατί μια πανδημία και ένας πόλεμος, με τις συνέπειες που είχαν και έχουν, μόνο έτσι μπορούν να χαρακτηριστούν. Επομένως, βλέποντας το στατιστικά, έχοντας γίνει όλα αυτά τα κοσμογονικά σε παγκόσμιο επίπεδο τα οποία συμβαίνουν σπάνια, ο νόμος των πιθανοτήτων λέει ότι κάποια χρόνια, ίσως τα επόμενα, τα νερά θα είναι πιο ήρεμα, κάτι που αυτονόητα κάποιον θα ευνοήσει και κάποιον θα δυσαρεστήσει. Βέβαια υπάρχει και ο απρόβλεπτος παράγοντας, άγνωστα αντικείμενα κατέρριψαν τις προηγούμενες μέρες οι ΗΠΑ…
Αυτοσκοπός της Νέας Δημοκρατίας είναι η αυτοδυναμία, οι συνεργασίες δεν την βολεύουν, ούτε αυτό τον καιρό δείχνουν να είναι εφικτές. Η λογική λέει ότι δεν θα διστάσει να πάει σε τρίτη αναμέτρηση, όσο ρίσκο έχει αυτό για την οικονομία, όπου το παρατεταμένο εκλογικό διάστημα είναι ο θάνατος της. Το είδαμε στις διπλές εκλογές του 2012, με την διάφορα, ότι τώρα υπάρχει λίπος να καεί. Αντιθέτως, ρεαλιστικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ και το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει, αν υποθέσουμε και πάρουμε ως βάσιμο το σενάριο που θέλει την πρωτιά απομακρυσμένη, είναι οι συνεργασίες και η αποτυχία κατάκτησης της αυτοδυναμίας από το κυβερνών κόμμα. Να οδηγηθεί δηλαδή η ΝΔ σε μια αναγκαστική συγκυβέρνηση, ώστε ο ΣΎΡΙΖΑ να αποκτήσει ξανά το καταγγελτικό μονοπώλιο που είχε στην ένδοξη εποχή του αντιμνημονικού αγώνα και σιγά σιγά να αποτινάξει πλήρως από πάνω του την κυβερνητική φθορά, η οποία θα γίνει μακρινή ανάμνηση. Όσο χαιρέκακο και αν είναι, η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και η ακυβερνησία, ή μιας κυβέρνησης συνεργασίας ευνουχισμένης και δυσκίνητης, όπως εκείνη του 2012, είναι κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται. Γιατί μπορεί η αστάθεια που φέρουν αυτά τα δεδομένα την χώρα να μην την εξυπηρετεί, ωστόσο στον πολιτικό «πόλεμο» όλα επιτρέπονται και όλα είναι θεμιτά. Άλλωστε σε τέτοιες καταστάσεις, πάντα ευδοκιμούν τα αυτοαποκαλούμενα αντισυστημικά κόμματα…
Η πόλωση θα είναι τεράστια, τόση ώστε στις δεύτερες εκλογές κόμματα που τώρα φαίνεται πως εξασφαλίζουν άνετα την είσοδο τους στην βουλή, οριακά θα την χάσουν και κόμματα που επιδιώκουν ποσοστά διψήφια, τελικά θα μείνουν σε μονοψήφιο αριθμό. Αυτά φυσικά είναι υποκειμενικές υποθέσεις και αναλύσεις, κανείς δεν έχει το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον και ειδικά το πιο απρόβλεπτο εκείνο της πολιτικής. Οδηγούμαστε σε έναν νέο δικομματισμό; Κάποιο από τα δυο μεγάλα κόμματα που τον απαρτίζουν θα καταρρεύσει; Ή δεν θα αλλάξει τίποτα και θα είμαστε πάλι στα ίδια; Τα ερωτήματα πολλά, η κρισιμότητα των εκλογών κορυφαία, ίσως και μεταπολιτευτικά, αν δεν είμαστε ήδη σε μια μετά-μεταπολιτευτική εποχή.
Οι εκλογές του 2023 μπορεί να πει κανείς πως έχουν κάποια κοινά δεδομένα με εκείνες του 1985 στο εξής σημείο. Το ένα κόμμα προσπαθεί να παγιώσει την πρωτοκαθεδρία του με την επαναληπτική του επικράτηση, με το μέλλον του αν το καταφέρει αυτό, να έχει μόνο παρενθέσεις δυσάρεστες αλλά όχι ανατροπές. Το άλλο κόμμα να προσπαθεί να ανακόψει την πορεία αυτή, για την πολιτική του επιβίωση.
Είναι η μητέρα όλων των μαχών, η πιο κρίσιμη και για τους δύο, τώρα θα κριθούν τα πάντα. Δεν κρίνεται μια μάχη, αλλά ολόκληρος ο «πόλεμος», ο οποίος ξεκίνησε με αφορμή ένα δυστύχημα που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαμε αφήσει να μας συμβεί. Όποιος καταφέρει να επιτύχει τον στόχο του, τα πράγματα δύσκολα θα μεταβληθούν τα επόμενα χρόνια.
Μάριος Λουκάς