
Στην Ευρώπη του 21ου αιώνα αναδύονται καθεστώτα με εθνικιστικό πρόσημο. Η Σουηδία, η Ιταλία και η Ουγγαρία αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις αναβίωσης του εθνικισμού. Ο εθνικισμός πρεσβεύει την ιδέα ότι κάθε έθνος πρέπει να κυβερνά τον εαυτό του, ελεύθερο από εξωτερικές επεμβάσεις. Οι κυβερνήσεις προωθούν τη ρητορική της απόλυτης αφοσίωσης στο έθνος, η οποία δύναται να αποκλείει ή εχθρεύεται τα άλλα έθνη.
Ποια τα αίτια της ανόδου του εθνικισμού;
Η παγκόσμια οικονομική και ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και ο πόλεμος στην Ουκρανία σχημάτισαν ένα σημαντικό μέρος του μωσαϊκού πάνω στο οποίο αναμετρώνται τα ευρωπαϊκά κράτη. Η αναμέτρηση πραγματοποιείται σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η προσπάθεια για μια κοινή γραμμή στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων αναδεικνύει τη δυσκολία της σύγκλισης μεταξύ των κρατών. Η Γερμανία αρνείται να συμφωνήσει σε έναν μηχανισμό περιορισμού των τιμών του φυσικού αερίου (πλαφόν). Έτσι, τίθεται σε αμφισβήτηση κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να παραμείνει ενωμένη μπροστά στις προκλήσεις, αφού κάποιες ισχυρές οικονομικά χώρες προασπίζονται τα εθνικά τους συμφέροντα.

Η εθνικιστική αυτή στροφή των κρατών είναι ήδη ορατή και σε άλλα κράτη. [1] Από τη στιγμή που άρχισε να λειτουργεί το διακρατικό σύστημα, σε πολλά μέρη του κόσμου εμφανίστηκαν εθνικιστικά κινήματα που διεκδικούν τη δημιουργία νέων κυρίαρχων κρατών. Ορισμένα από τα κινήματα πέτυχαν τους στόχους τους. Τα κινήματα αυτά, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, εμφανίστηκαν στο εσωτερικό ήδη εγκαθιδρυμένων διοικητικών ορίων. Από τη στιγμή που αναγνωρίζεται η κυριαρχία τους, συμβαίνει συχνά τα κράτη να απειλούνται συγχρόνως από εσωτερική αποσύνθεση και εξωτερική επιβουλή. Η εμφάνιση “εθνικού” αισθήματος μειώνει αυτές τις απειλές. Οι κυβερνήσεις έχουν κάθε συμφέρον να ενθαρρύνουν αυτό το αίσθημα, το ίδιο και κάθε υποομάδα στο εσωτερικό του εν λόγω κράτους. Ενθαρρύνουν τον εθνικισμό για να νομιμοποιήσουν τις δικές τους διεκδικήσεις ως ένα μέσο ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη.
Στην Σουηδία Ο Ulf Kristersson θα ηγηθεί μιας τρικομματικής κυβέρνησης με πρόσθετη υποστήριξη από τους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκρατικούς. Αυτό σημαίνει σκληρότερες πολιτικές μετανάστευσης και μεγαλύτερες αστυνομικές εξουσίες. Επίσης, ο αριθμός των αιτούντων άσυλο που θα επιτρέπεται να εισέλθουν στη Σουηδία θα μειωθεί, το ίδιο και το ποσό της διεθνούς βοήθειας που θα παρέχει η χώρα.
Στην Ιταλία η Giorgia Meloni σχημάτισε τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό της Ιταλίας, δίνοντας στη χώρα την πρώτη ακροδεξιά κυβέρνηση μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το κόμμα έχει τις ρίζες του στο νεοφασισμό, ωστόσο κατα τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δεσμεύτηκε να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νέα πρωθυπουργός διατυπώνει σκληρές απόψεις για τη μετανάστευση και τα ζητήματα όπως οι γάμοι ομοφυλόφιλων. Δηλώνει ότι είναι “ φίλη της Ευρώπης”, αλλά θα εργαστεί τελικά για να δώσει προτεραιότητα στα συμφέροντα της Ιταλίας.

Η Ουγγαρία βρίσκεται κι αυτή σε μια δημοκρατική οπισθοδρόμηση, καθώς ο Όρμπαν κατηγορείται για περιορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την ελευθερία του Τύπου, τους αυστηρούς κανόνες για τις αμβλώσεις, τα δικαιώματα των LGBT και τις μειονότητες και αιτούντες άσυλο.
Ο εθνικισμός εδραιώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρξε ωφέλιμος για τις εθνικές απελευθερωτικές επαναστάσεις, οι οποίες οδήγησαν στην ανεξαρτησία και τη δημιουργία εθνών- κρατών, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο, έχει και μια σκοτεινή πλευρά. Το μίσος για το ξένο, το “Άλλο”, τον περιορισμό, την απομόνωση, τη βία, τις διακρίσεις και την ανάδυση απολυταρχικών κυβερνήσεων.
Μαριλίν Μανούρα
[1]Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ιμμανουέλ Βαλλερστάιν “ Φυλή, έθνος, τάξη: Οι διφορούμενες ταυτότητες”,